Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [701 - 710] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οποίος 1 -α -ο [opíos] αντων. αναφ. (βλ. Ε4) : πάντοτε με το οριστικό άρθρο· μπαίνει στη θέση του αναφορικού που: 1. για να αποφευχθεί η ασάφεια: α. όταν βρίσκονται στη φράση δύο λέξεις που θα μπορούσε να είναι λέξεις της αναφοράς: Tο παιδί του λοχαγού, το οποίο είχε βρεθεί εκεί, μου είπε όλα όσα έγιναν. β. συχνά όταν το αναφορικό ισοδυναμεί με εμπρόθετο: H γυναίκα από την οποία αγόρασε τα μήλα. 2. για υφολογικούς λόγους, όταν υπάρχουν στην ίδια περίοδο πολλά που: Ο άνθρωπος που είδαμε χτες, ο ~ φορούσε καπέλο.
[λόγ. < μσν. οποίος < ο ποίος, την ποίαν, τα ποία κτλ. < ποίος `ποιος;΄ (δες ποιος, πρβ. και που) με προσθήκη του άρθρου: μτφρδ. (μσν.) γαλλ. lequel (του ποίου κτλ. < γαλλ. duquel κτλ.), και προσθήκη αρχικού ο- αναλ. προς τα μσν.: οδείνα, οκάπου, όποιος (διαφ. το οποίος 2)]
- οποίος 2 -α -ο : (λόγ., ειρ., χωρίς άρθρο) σε επιφωνηματικές εκφορές, συνήθ. σε ελλειπτικό λόγο, πόσο μεγάλος: Οποία αφέλεια! Οποίο(ν) θράσος!
[λόγ. < αρχ. ὁποῖος `τι είδους΄ σε πλάγια ερώτηση]
- οποιοσδήποτε οποιαδήποτε οποιοδήποτε [opxozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε4) : 1. σε θέση επιθέτου (οποιοδήποτε θέμα) ή ουσιαστικού (~ θελήσει μπορεί να έρθει)· τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής όταν θέλει να εκφράσει έντονη αοριστία· όποιος τυχόν: ~ μπορεί να δηλώσει συμμετοχή, ο καθένας, όλοι. Δεν μπορείς να απευθυνθείς σε οποιονδήποτε, στον καθένα. Οποιαδήποτε στιγμή / ώρα, κάθε στιγμή. Πάντα κάνει οποιαδήποτε δουλειά, όποια δουλειά να ΄ναι. || με την αντωνυμία άλλος για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής, αφού εξαιρέσει κπ. ή κτ., αδιαφορεί για το ποιος ή ποιο θα το(ν) αντικαταστήσει: Aς πάει ~ άλλος εκτός από μένα. Aς είναι οποιαδήποτε άλλη δουλειά εκτός από αυτήν. Aς πληρώσει ~ άλλος, αρκεί να μην πληρώσουμε εμείς. 2. με το αόριστο άρθρο, στη θέση επιθέτου για να δηλωθεί εντονότερα η αοριστία (απουσία ακριβούς προσδιορισμού), αδιαφορία ή παραχώρηση ως προς αυτό που εκφράζει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό· όποιος, ένας τυχών: Παίρνουμε ένα οποιοδήποτε γεωμετρικό σώμα, ένα τυχόν γεωμετρικό σώμα. 3. (συνήθ. μειωτ.) ουσιαστικοποιημένο κυρίως στο αρσενικό γένος και πάντα με το οριστικό άρθρο· ο πρώτος τυχών, ο καθένας: Δεν μπορεί ο ~ να έρχεται και να μας ελέγχει. Εγώ δεν είμαι ο ~· είμαι ο καλύτερός σου φίλος.
[λόγ. < αρχ. φρ. ὁποῖος δήποτε `κάποιος κάποτε΄]
- οπορτουνισμός ο [oportunizmós] Ο17 : (πολ.) αριστερή πολιτική πρακτική που χαρακτηρίζεται από υπερβολική προσαρμογή στις περιστάσεις και τάση για εκμετάλλευσή τους ανεξάρτητα από το αν υπάρχει σύγκρουση με τις ιδεολογικές αρχές: Δεξιός / αριστερός ~. || (επέκτ.) πολιτικός καιροσκοπισμός.
[λόγ. < γαλλ. opportunisme (-isme = -ισμός) (ορθογρ. δαν.)]
- οπορτουνιστής ο [oportunistís] Ο7 θηλ. οπορτουνίστρια [oportunístria] Ο27 : (πολ.) χαρακτηρισμός πολιτικού που η πολιτική του χαρακτηρίζεται από οπορτουνισμό.
[λόγ. < γαλλ. opportuniste (-iste = -ιστής)· λόγ. οπορτουνισ(τής) -τρια]
- οπορτουνιστικός -ή -ό [oportunistikós] Ε1 : (πολ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στον οπορτουνισμό ή στον οπορτουνιστή.
[λόγ. οπορτουνιστ(ής) -ικός]
- οπός ο [opós] Ο17 : (λόγ.) χυμός.
[λόγ. < αρχ. ὀπός]
- οπόταν [opótan] σύνδ. : (παρωχ.) 1. χρονικός, συχνά σε διηγήσεις, για να εκφράσει κτ. απροσδόκητο· οπότε: Γυρνούσαμε από το σχολείο, ~ ξαφνικά τον βλέπουμε (σαν φάντη μπαστούνι) μπροστά μας, όταν εκείνη τη στιγμή
2. στη θέση χρονικού συμπερασματικού συνδέσμου για να δηλώσει κατάσταση που απορρέει, προκύπτει αναγκαστικά από τα προηγούμενα: Είναι πιθανόν να μη γίνει η πτήση, ~ τι κάνουμε;, οπότε σ΄ αυτήν την περίπτωση. Έχουμε να τον δούμε τρεις μέρες· ~ κάτι θα του έχει συμβεί, επομένως, οπότε μάλλον.
[αρχ. ὁπόταν]
- όποτε [ópote] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και προσδιορίζει πράξη που συμβαίνει ή ισχύει συγχρόνως με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· ειδικότερα δηλώνει: α. πράξη που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο στο παρελθόν, παρόν και μέλλον· κάθε (φορά) που: ~ χρειαζόταν κάτι, το δανειζόταν από τους γείτονες. Είναι παρατηρημένο πως, ~ έρθει, κάτι κακό θα μας συμβεί. ~ πονάει, πίνει δυο ποτηράκια κρασί. β. πράξη που δε θέλει ο ομιλητής να ορίσει πότε ακριβώς θα συμβεί στο μέλλον αλλά το αφήνει στην κρίση του υποκειμένου της χρονικής πρότασης· όταν τυχόν: Kράτησέ το κι ~ τυχόν το χρειαστώ, θα σου το ζητήσω. Άφησέ την να κοιμηθεί κι ~ ξυπνήσει, τρώει. ~ ευκαιρείς, πετάξου δυο λεπτά να σε δούμε. ~ με χρειαστείς, θα είμαι στη διάθεσή σου. Έλα ~ θες. ~ και αν το τελειώσεις, μου το επιστρέφεις.
[μσν. όποτε < αρχ. ὁπότε `όταν΄ με τον. στην προπαραλ. κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος]
- οπότε [opóte] σύνδ. : 1. χρονικός, συχνά σε διηγήσεις, για να εκφράσει κτ. απροσδόκητο: Είχαμε χάσει το δρόμο, ~ απ΄ τ΄ ανέλπιστα, συναντήσαμε έναν αγωγιάτη, όταν εκείνη τη στιγμή
2. στη θέση χρονικού συμπερασματικού συνδέσμου, για να δηλώσει κατάσταση που απορρέει, προκύπτει αναγκαστικά από τα προηγούμενα: Είναι πιθανόν να μην έρθει στο ραντεβού, ~ τι γίνεται τότε;, τι κάνουμε σ΄ αυτή την περίπτωση; Δεν ήρθε στο γραφείο ~ κάτι θα του έχει συμβεί, επομένως.
[λόγ. < αρχ. ὁπότε]



