Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [581 - 590] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όνος ο [ónos] Ο18 : (λόγ.) ο γάιδαρος. ΦΡ περί όνου σκιάς, για κτ. ασήμαντο: Aς ασχοληθούμε με κάτι σοβαρό και ας αφήσουμε τις συζητήσεις περί όνου σκιάς.
[λόγ. < αρχ. ὄνος]
- Ονούφριος ο [onúfrios] Ο20 : μόνο στην έκφραση σαν τον Άγιο Ονούφριο, για πολύ αδύνατο άνθρωπο, χλωμό ή ζαρωμένο: Mε τη δίαιτα που έκανε έγινε σαν τον Άγιο Ονούφριο.
[λόγ. < ελνστ. Ὀνούφριος (αιγυπτ. προέλ.)]
- οντάς ο [ondás] Ο1 : (λαϊκότρ.) δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.
[μσν. οντάς < τουρκ. oda -ς]
- όντας 1 [óndas] μτχ. του είμαι : (προφ.) συνήθ.: α. χρονική: Πήγε στο στρα τό ~ είκοσι χρονών, όταν ήταν. β. εναντιωματική: Δουλεύει ~ άρρωστος, αν και είναι. γ. αιτιολογική: ~ πολύ ψηλός φαίνεται μέσα στο πλήθος, επειδή είναι.
[μσν. όντας < αρχ. ὄντας, αιτ. πληθ. της μεε. ὤν του ρ. εἰμί > είμαι]
- όντας 2 [óndas] σύνδ. χρον. : (λογοτ., λαϊκότρ.) όταν.
[μσν. όντας < όντας 1]
- οντογένεση η [ondojénesi] Ο33 & οντογονία η [ondoγonía] Ο25 : (βιολ.) η εξέλιξη του οργανισμού από τη γονιμοποίηση του κυττάρου ως την πλήρη διαμόρφωσή του.
[λόγ. < γαλλ. ontogenèse < onto- = οντ- (ον) -ο- + -genèse = -γένε(σις) -ση· λόγ. οντ- (ον) -ο- + -γονία]
- οντολογία η [ondolojía] Ο25 : (φιλοσ.) κλάδος της μεταφυσικής, που ερευνά την ουσία των όντων γενικά και όχι τις σχέσεις ή την ποιότητά τους.
[λόγ. < νλατ. ontologia (ή μέσω του γαλλ. ontologie) < onto- = οντ- (ον) -ο- + -logia = -λογία]
- οντολογικός -ή -ό [ondolojikós] Ε1 : (φιλοσ.) που αναφέρεται στην οντολογία ή στο ον, όπως αυτή το μελετά: Οντολογική πρόταση, που περιέχει κρίση για ένα ον. Οντολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού, που στηρίζεται στην ανάλυση των ιδιοτήτων του Θεού.
[λόγ. < γαλλ. ontologique < ontolog(ie) = οντολογ(ία) -ique = -ικός]
- οντότητα η [ondótita] Ο28 : η ιδιότητα του όντος· ύπαρξη αισθητή ή νοητή: Σώμα και ψυχή αποτελούν μία ενιαία ~. Tο έργο τέχνης προϋπάρχει προτού αποχτήσει ~. Άνθρωπος χωρίς ~, χωρίς προσωπικότητα. || το ον: Mία ξεχωριστή ~.
[λόγ. < ελνστ. ὀντότης, αιτ. -ητα `πραγματικότητα΄ σημδ. γαλλ. entité, essence]
- οντουλέ [ondulé] Ε (άκλ.) : που έχει κυματοειδή μορφή: Xαρτί ~. || (παρωχ.): Xτένισμα / μαλλιά ~. || (ως ουσ.).
[λόγ. < γαλλ. ondulé (ορθογρ. δαν.)]



