Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.210 εγγραφές [991 - 1000] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όσφρηση η [ósfrisi] Ο33 : 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε την οσμή: Tο αισθητήριο της όσφρησης, η μύτη. Λεπτή / αδύνατη ~. Ο σκύλος κυνηγάει τα θηράματα κυρίως με την ~. 2. (μτφ., προφ.) η αντίλη ψη ή η διορατικότητα: Διαθέτει ~ και δεν του ξεφεύγει τίποτε.
[λόγ. < αρχ. ὄσφρη(σις) -ση]
- οσφρητικός -ή -ό [osfritikós] Ε1 : που αναφέρεται στην όσφρηση ή έχει σχέση μ΄ αυτή: Οσφρητική ικανότητα. ~ βλεννογόνος. Οσφρητικό νεύρο.
[λόγ. < ελνστ. ὀσφρητικός]
- οσφυαλγία η [osfialjía] Ο25 : (ιατρ.) πόνος στη μέση που οφείλεται σε ερεθισμό των ιστών που περιβάλλουν τη σπονδυλική στήλη.
[λόγ. < αρχ. ὀσφυαλγία]
- οσφυϊκός -ή -ό [osfiikós] Ε1 : (ανατ.) που βρίσκεται ή αναφέρεται στη μέση του ανθρώπου: Οσφυϊκοί σπόνδυλοι.
[λόγ. οσφύ(ς) -ικός]
- οσφυοκάμπτης ο [osfiokámptis] Ο10 : (λόγ., μειωτ.) για άνθρωπο δουλοπρεπή και αναξιοπρεπή.
[λόγ. οσφύ(ς) -ο- + κάμπ(τω) -της]
- οσφύς η [osfís] Ο γεν. οσφύος, αιτ. οσφύ, πληθ. οσφύες, γεν. οσφύων : (λόγ.) η μέση του ανθρώπου. (έκφρ.) κάποιος έχει εύκαμπτη* οσφύ.
[λόγ. < αρχ. ὀσφύς]
- όσχεο το [ósxeo] Ο40 : (ανατ.) ο θύλακος μέσα στον οποίο βρίσκονται οι όρχεις.
[λόγ. < ελνστ. ὄσχεον (αρχ. ὄσχη)]
- όταν [ótan] σύνδ. χρον. : I. εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις. 1. δηλώνει πραγματικό γεγονός που έγινε: α. συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· τη στιγμή που: ~ τον είδε, ξεφώνισε από χαρά, μόλις. ~ έφτασαν, ήταν πολύ αργά. ~ τον γνωρίσεις, θα αλλάξεις γνώμη. Έβρεχε, θυμάμαι, ~ τον πρωτογνώρισα. β. πριν από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· μόλις: ~ δημοσιευτεί η εργασία του, θα μας τη στείλει. ~ βραδιάσει, θα φύγουν. ~ βαρεθούμε, θα φύγουμε. || συχνά με κάποια έννοια πιθανότητας: ~ μεγαλώσει, θα γίνει γιατρός. γ. σε αφηγηματικό λόγο, διακόπτει την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· οπότε: Είχαμε καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα, ~ μας διέκοψε το κουδούνισμα της πόρτας, αλλά. 2. με ιστορικό χρόνο και αναφορά σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή· τότε που: ~ κηρύχτηκε ο πόλεμος ήταν δώδεκα χρόνων. ~ ήμουν δάσκαλος σ΄ εκείνο το ακριτικό χωριό
(προφ.) από ~, από τότε που: Έχω να τον δω από ~ ήμασταν στο πανεπιστήμιο. 3. για να προσδιορίσει το ενδεχόμενο να συμβεί μια απλή σκέψη του ομιλητή στο μέλλον ή στο παρελθόν: Πώς θα είναι άραγε ~ μεγαλώσεις; Aναρωτιόταν τι να τους πει ~ τον ανακαλύψουν. 4α. επανάληψη· κάθε φορά που, όσες φορές: Πάντα ~ φυσάει βαρδάρης, ο ουρανός είναι καθαρός. ~ βρέχει, δουλεύει στο σπίτι. ~ πληρώνεται, τον χάνουμε στα μαγαζιά. Συγκινείται πάντα, ~ ακούει αυτό το τραγούδι. || στο παρελθόν: ~ ένιωθε μόνη, του τηλεφωνούσε. β. για πράξη επαναλαμβανόμενη και με χρονική διάρκεια· ενόσω, όση ώρα, κάθε φορά που: ~ κοιμάται, δε θέλει να τον ενοχλούν. II. εκτός από τη χρονική έννοια δηλώνει συγχρόνως: 1. υπόθεση, σε χρονικοϋποθετική πρόταση· αν, εάν: ~ θέλεις, όλα γίνονται. Έτσι ~ βρέχει, θα ΄χουμε ένα υπόστεγο για να προφυλαχτούμε, στην περίπτωση που. Θα το έχεις, ~ το ζητήσεις ευγενικά. ~ και αν, όταν ο ομιλητής δεν καθορίζει με ακρίβεια το πότε θα γίνει κάτι: ~ και εάν το θυμηθείς, μου το στέλνεις. 2. έντονη αντίθεση· παρόλο που, τη στιγμή που: Πώς να καταλάβουν, ~ δεν παρακολουθούν; Παίρνει ταξί ακόμη κι ~ μπορεί να πάει με τα πόδια. 3. αιτία: Δεν απελπιζόταν, ~ δεν τα κατάφερνε με την πρώτη. 4. τρόπο: Επικοινωνώ με κάποιον, ~ τηλεφωνώ, ~ του στέλνω γράμμα, ~ τον συναντώ
τηλεφωνώντας, στέλνοντας, συναντώντας. 5. σε αναφορικές χρονικές ελλειπτικές προτάσεις: Nτύθηκε όπως ~ τον πρωτογνώρισε, έτσι όπως ήταν ντυμένος όταν
. || στο α' σκέλος παρομοίωσης: όπως / πώς ~
έτσι
: Όπως ~ ήμασταν φοιτητές, έτσι και τώρα βρισκόμαστε τα βράδια. III. με επιφωνηματική χρήση σε ελλειπτικό λόγο: ~ σκέφτομαι πόσα έχω κάνει γι΄ αυτούς!
[αρχ. ὅταν]
- ό,τι [óti] αντων. αναφ. (άκλ.) : στις πτώσεις της ονομαστικής και της αιτιατικής. I1. σε θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους ενικού αριθμού· αυτό το οποίο / που: Πάρε ~ θέλεις. Έχει ~ χρειαζόμαστε. Kάνε ~ νομίζεις. ~ έχω, είναι δικό σας, όλα όσα έχω. Διάβα σε ~ έχεις να διαβάσεις και τηλεφώνησέ μου. (προφ.) Tι θα παραγ γείλεις; -~ κι εσύ, ό,τι παραγγείλεις κι εσύ. ΦΡ και εκφράσεις ~ έχω και δεν έχω, τα πάντα, όλη μου η περιουσία, καθετί που θεωρούμε πολύτιμο, αναντικατάστατο κτλ. ~ έγινε* έγινε. ας γίνει* ~ θέλει. ~ ~, όσα όσα, σε πολύ μεγάλη ή μικρή τιμή ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Tου έδιναν ~ ~ αρκεί να τους βοηθούσε, όσα πολλά κι αν τους ζητούσε. ~ έγινε / γίνεται δεν ξεγίνεται*. ~ κι ~, σε αποφατική πρόταση, για να χαρακτηρίσει κτ. σημαντικό και σπουδαίο: Aυτό το χαλί δεν είναι ~ κι ~. ΠAΡ ΦΡ ~ φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος*. 2. σε θέση επιθέτου με ουσιαστικό οποιουδήποτε γένους: ~ καιρό έχει εδώ έχει κι εκεί, όποιο. ~ ώρα τελειώσεις, έλα να μας δεις, οποιαδήποτε. Είπε ότι θα έρθει ~ ώρα μπορεί. ~ χρήματα χρειαστείς, θα τα έχεις, όλα όσα. ~ βιβλία σχετικά υπήρχαν τα συμβουλεύτηκε. || με επίθετο συγκριτικού βαθμού: ~ καλύτερο / ωραιότερο / εκλεκτότερο, αυτό το οποίο είναι το πιο καλό, ωραίο και εκλεκτό. Aυτό το βιβλίο είναι ~ πιο τελευταίο έχει γραφτεί γι΄ αυτό το θέμα. II. ~ και να / ~ κι αν, εισάγει αντίστοιχα δευτερεύουσες παραχωρητικές ή εναντιωματικές προτάσεις: ~ και να του πεις, δεν αλλάζει γνώμη. ~ και να κάνεις, ~ και να πεις, δεν πρόκειται να σε πιστέψουμε. ~ κι αν συμβεί, θα είμαστε μαζί σου. ~ δουλειά και να κάνει κανείς, η ξένη γλώσσα είναι απαραίτητη. Θα έρθουμε ~ καιρό κι αν έχει. (έκφρ.) ~ και να γίνει*.
[αρχ. ὅ τι (και γραφή: ὅ,τι]
- ότι 1 [oti] σύνδ. ειδ. : 1. εισάγει δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις ύστερα από ορισμένης κατηγορίας ρήματα, κανονικά για να εκφράσει κτ. πραγματικό και αδιαμφισβήτητο· κατ΄ επέκταση όμως χρησιμοποιείται αδιακρίτως προς τον ειδικό σύνδεσμο πως: Ομολογώ ~ τέτοια αναίδεια δεν ξαναείδα. Nόμιζα ~ θα σας βρω εδώ. Yπέθεσαν ~ κάποιος θα τους είχε μιλήσει. Είναι φανερό ~ κάτι δεν πάει καλά. Διαδίδεται ~ θα παντρευτούν. || επεξηγηματικά ή αναπτύσσοντας την έννοια προηγούμενου έναρθρου ουσιαστικού: Έφυγε με την ελπίδα ~ γρήγορα θα ξαναγύριζε. Είχε τη βεβαιότητα ~ θα τον βοηθήσουν. 2. παρά* (το) ~, παρόλο* ~. 3. ύστερα από πρόθεση, επίρρημα ή επιρρηματική έκφραση συνήθ. έναρθρο και στην κατάλληλη πτώση δηλώνει ανάλογες επιρρηματικές σχέσεις: Εκτός του ~ / παρά το ~ / παρά το γεγονός ~ / για το λόγο ~ / εξαιτίας του ~. 4. με το άρθρο το σε ουσιαστικοποίηση προτάσεων: Tο ~ το παραδέχτηκε είναι προς τιμήν του.
[λόγ. < αρχ. ὅτι]



