Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [741 - 750] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυλογραφία η [ksiloγrafía] Ο25 : 1.η τεχνική της χάραξης μιας παράστασης ή ενός σχεδίου επάνω σε ξύλο με σκοπό την πολλαπλή εκτύπωση επάνω σε χαρτί. 2. η εικόνα που παράγεται με βάση αυτή την τεχνική.
[λόγ. < γαλλ. xylographie < xylo- = ξυλο- + -graphie = -γραφία]
- ξυλοδαρμός ο [ksiloδarmós] Ο17 : η ενέργεια του δέρνω, τα απανωτά και από πρόθεση χτυπήματα που δέχεται κάποιος: Έμεινε αναίσθητος ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό.
[λόγ.(;) ξυλο- + δαρ- (δέρνω) -μός]
- ξυλοδεσιά η [ksiloδesxá] Ο24 : οριζόντιο ξύλινο δομικό στοιχείο του φέροντος οργανισμού, συνήθ. στις παλιές λίθινες ή πλίνθινες οικοδομές, το οποίο εξασφαλίζει τη συνεκτικότητα της οικοδομής και την αντισεισμική της αντοχή.
[ξυλο- + δεσιά]
- ξυλοκάρβουνο το [ksilokárvuno] Ο41 : τεχνητό κάρβουνο που γίνεται από ξύλα.
[ξυλο- + κάρβουνο]
- ξυλόκαρφο το [ksilókarfo] Ο41 : 1.ξύλινο καρφί. 2. ξύλινος ή μεταλλικός σύνδεσμος των ξύλινων τμημάτων του σκελετού ενός πλοίου.
[ξυλο- + καρφ(ί) -ο]
- ξυλοκατασκευή η [ksilokataskeví] Ο29 : κατασκευή φτιαγμένη με ξύλο, συνήθ. στην οικοδομική: Mια πρόχειρη ~ στον κήπο χρησίμευε για αποθήκη.
[λόγ. ξυλο- + κατασκευή]
- ξυλοκερατιά η [ksilokerat
á] Ο24 : η χαρουπιά. [ξυλοκέρατ(ο) -ιά]
- ξυλοκέρατο το [ksilokérato] Ο41 : το χαρούπι.
[ελνστ. ξυλοκέρατον]
- ξυλόκολλα η [ksilókola] Ο27α : κόλλα ειδική για τη συγκόλληση ξύλων.
[ελνστ. ξυλόκολλα]
- ξυλοκόπημα το [ksilokópima] Ο49 : η ενέργεια του ξυλοκοπώ· ξυλοδαρμός.
[ξυλοκοπη- (ξυλοκοπώ) -μα]



