Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [721 - 730] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξυλάγγουρο το [ksiláŋguro] Ο41 : 1.είδος αγγουριού. 2. (μτφ.) για άνθρωπο χωρίς χάρη, που δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί, πώς να μιλήσει. || για αδύνατο άνθρωπο.
[ξυλ(ο)- + αγγούρ(ι) -ο]
- ξυλάδικο το [ksiláδiko] Ο41 : (οικ.) κατάστημα που πουλάει ξυλεία, καυσόξυλα ή ξυλοκάρβουνα. || ξυλουργείο.
[ξύλ(ο) -άδικο]
- ξυλάνθρακας ο [ksilánθrakas] Ο5 : (λόγ.) ξυλοκάρβουνο.
[λόγ. ξυλ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας μτφρδ. γαλλ. charbon de bois]
- ξυλάρμενος -η -ο [ksilármenos] Ε5 : (ναυτ.) για ιστιοφόρο που πλέει με κατεβασμένα τα πανιά σε περίπτωση καταιγίδας: Ο άνεμος έσκισε τα πανιά κι άφησε το καράβι ξυλάρμενο. || H βάρκα έπλεε ξυλάρμενη.
[ξυλ(ο)- + άρμεν(ο) -ος (με τα άρμενα δεμένα στα ξύλα των καταρτιών)]
- ξυλεία η [ksilía] Ο25α : το ξύλο ως πρώτη ύλη σε κατεργασμένη ή σε ημικατεργασμένη μορφή: Σουηδική ~. Aποθήκη ξυλείας. Εμπόριο ξυλείας. Οικοδομική / ναυπηγική ~. ~ για έπιπλα.
[λόγ. < ελνστ. ξυλεία]
- ξυλεμπορικός -ή -ό [ksilemborikós] Ε1 : που είναι σχετικός με τον ξυλέμπορο ή με το ξυλεμπόριο. || (ως ουσ.) το ξυλεμπορικό, κατάστημα που εμπορεύεται ξυλεία.
[λόγ. ξυλέμπορ(ος) -ικός]
- ξυλεμπόριο το [ksilembório] Ο40 : εμπόριο ξυλείας.
[λόγ. ξυλέμπορ(ος) -ιον]
- ξυλέμπορος ο [ksilémboros] Ο20α & (προφ.) ξυλέμπορας ο [ksilémboras] Ο5 : αυτός που εμπορεύεται ξυλεία.
[λόγ. < μσν. ξυλέμπορος < ξυλ(ο)- + έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- ξυλένιος -α -ο [ksilénos] Ε4 : ξύλινος.
[ξύλ(ο) -ένιος]
- ξυλεύομαι [ksilévome] Ρ5.1β : 1.κόβω ξύλα. 2. προμηθεύομαι ξύλα. (απαρχ.) ΦΡ δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, όταν ο άνθρωπος χάνει τη δύναμή του, τότε όλοι τον εκμεταλλεύονται.
[λόγ. < ελνστ. ξυλεύομαι]



