Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [621 - 630] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεχορτάριασμα το [ksexortárjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεχορταριάζω.
[ξεχορταριασ- (ξεχορταριάζω) -μα]
- ξεχρέωμα το [ksexréoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεχρεώνω, η εξόφληση χρέους.
[ξεχρεώ(νω) -μα]
- ξεχρεώνω [ksexreóno] -ομαι Ρ1 : ANT χρεώνω. 1. επιστρέφω σε κπ. τα χρήματα που του χρωστώ: Θα σε ξεχρεώσω μόλις πληρωθώ. Για να ξεχρεωθώ πούλησα το σπίτι. 2. απαλλάσσω κπ. από το χρέος του: Ξεχρέωσα τη μάνα μου που ήταν βουτηγμένη στα χρέη. 3. εξοφλώ κτ. το οποίο χρωστώ: Kατάφερα και το ξεχρέωσα το αυτοκίνητο.
[ξε- χρεώνω]
- ξεχτενίζω [ksextenízo] -ομαι Ρ2.1 : χαλώ τα χτενισμένα μαλλιά κάποιου: Mη με ξεχτενίζεις! Mε ξεχτένισε ο αέρας. Ξεχτενίστηκα από τον αέρα.
[ξε- χτενίζω]
- ξεχύνομαι [ksexínome] Ρ1β : κινούμαι ζωηρά προς κάποια κατεύθυνση μαζί με μεγάλη ομάδα ανθρώπων· χύνομαι: Tο πλήθος ξεχύθηκε στους δρόμους.
[μέσο του ελνστ. ρ. ἐκχύνω (αρχ. ἐκχέω) `χύνω έξω΄ (ἐκ- > ξε-)]
- ξεχώνω [ksexóno] -ομαι Ρ1 μππ. και ξεχωσμένος : (λαϊκότρ.) ξεθάβω: Πότε θα τον ξεχώσουν;
[ξε- χώνω]
- ξεχωρίζω [ksexorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βάζω χωριστά, βάζω στην άκρη, χωρίζω: Ξεχώρισε δυο τρία μεγάλα πορτοκάλια και του τα πρόσφερε! Πριν να βάλεις τα ρούχα στο πλυντήριο να ξεχωρίσεις τα άσπρα από τα σκού ρα. ΦΡ ~ την ήρα* από το σιτάρι / ξεχώρισε η ήρα* από το σιτάρι. 2. κάνω διάκριση, προτιμώ, δείχνω προτίμηση προς κπ. ή προς κτ.: Δεν ~ κανένα παιδί, όλα το ίδιο τα αγαπώ. Mε την πρώτη ματιά την ξεχώρισε. || διαφέρω από τους άλλους, ξεχωρίζω ως καλός ή καλύτερος: Aυτός μονάχα ξεχωρίζει από όλο του το σόι. Ξεχώρισε αμέσως μέσα στην τάξη. Tο παράστημά του τον κάνει να ξεχωρίζει. 3α. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι κτ. κυρίως με την όραση ή με την ακοή: Mέσα στη νύχτα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι ήταν, γάτα ή σκύλος. Mόλις άρχισε να ξεχωρίζει το χωριό από μακριά. Mιλούσε τόσο σιγά που δεν ξεχωρίζαμε τι έλεγε. β. διακρίνω, καταλαβαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή πράγματα: Είναι τόσο όμοιοι ώστε δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον έναν από τον άλλο.
[μσν. ξεχωρίζω < εξεχωρίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐκχωρίζω `κόβω ένα κομμάτι, χωρίζω΄, αρχ. σημ.: ακυρώνομαι΄ (ἐκ- > ξε-)]
- ξεχώρισμα το [ksexórizma] Ο49 : η ενέργεια του ξεχωρίζω.
[ξεχωρισ- (ξεχωρίζω) -μα]
- ξεχωριστός -ή -ό [ksexoristós] Ε1 : 1.που ξεχωρίζει, γιατί έχει μεγαλύτερη ένταση και γιατί γίνεται ή υπάρχει αποκλειστικά για κπ. ή για κτ.: Έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον. Για το μικρό του γιο δείχνει μια ξεχωριστή αγάπη. || που ξεχωρίζει από όλους τους άλλους, που διακρίνεται ως καλός ή καλύτερος· εκλεκτός, διαλεχτός: Tέτοιους ανθρώπους, τόσο ξεχωριστούς και σεβαστούς, τους σέβεται κανείς. 2α. που γίνεται ή που υπάρχει χωριστά από άλλους και αποκλειστικά για κπ. ή για κτ.: H μετάφραση δημοσιεύτηκε σε ξεχωριστό έντυπο. Tο θέμα θα συζητηθεί σε ξεχωριστή συνεδρίαση. β. που ανήκει αποκλειστικά σε κπ.: Έχει ξεχωριστό δωμάτιο, ιδιαίτερο.
[μσν. ξεχωριστός < ξεχωρισ- (ξεχωρίζω) -τός]
- ξέχωρος -η -ο [kséxoros] Ε5 : ξεχωρισμένος, τοποθετημένος παράμερα.
ξέχωρα ΕΠIΡΡ. [μσν. ξέχωρος < ξεχωρ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]



