Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ξ
808 εγγραφές [601 - 610]
ξεφωνίζω [ksefonízo] Ρ2.1α : φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: Tι ξεφωνίζεις έτσι; Ξεφώνισε από τον πόνο. Πηδούσε, γελούσε, ξεφώνιζε σαν παιδί. || Θα ξεφωνίσω!, θα ουρλιάξω!, σε περίπτωση που εξαντλούνται τα όρια της υπομονής μου.

[μσν. ξεφωνίζω < ξεφων(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ξεφωνησ-]

ξεφωνώ [ksefonó] Ρ10.11α μππ. ξεφωνημένος : (λαϊκ.) διασύρω κπ. κοινοποιώντας κτ. σε βάρος του ή αποδοκιμάζοντάς τον δημόσια: Aν κυκλοφορήσεις με αυτά τα ρούχα στο δρόμο, θα σε ξεφωνήσουν όλοι. || (μππ. και ως ουσ.) ως υβριστικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ή κοινής γυναίκας: Ξεφωνημένη αδερφή. Είναι μια ξεφωνημένη.

[ελνστ. ἐκφωνῶ (ἐκ- > ξε-) (πρβ. μσν. εξωφωνώ (ίδ. σημ.) παρετυμ. έξω)]

ξέφωτο το [kséfoto] Ο41 : άδενδρη έκταση μέσα σε δάσος.

[ίσως *ξεφω τ(ίζω) -ο (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. ρ. ἐκφωτίζω `ρίχνω φως΄ (ἐκ- > ξε-)]

ξεχαρβάλωμα το [ksexarváloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεχαρβαλώνω.

[ξεχαρβαλώ(νω) -μα]

ξεχαρβαλώνω [ksexarvalóno] -ομαι Ρ1 : 1.σαραβαλιάζω κτ., το εξαρθρώνω ή του χαλώ το μηχανισμό από την κακή ή τη μακρόχρονη χρήση: Tην ξεχαρβάλωσες την καρέκλα / την ντουλάπα. Ξεχαρβαλώθηκε πια το αυτοκίνητο. Ο βοριάς χτυπούσε τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα. Ξεχαρβαλωμένο ρολόι. 2. (μτφ., οικ.) αποδιοργανώνω κτ.: Ξεχαρβαλώθηκε η κρατική μηχανή. Ο θόρυβος ξεχαρβαλώνει το νευρικό σύστημα. Ξεχαρβαλώθηκα πια!, από κούραση, εκνευρισμό κτλ.

[μσν. ξεχαρβαλώνω < ξε- χάρβαλ(ο) -ώνω]

ξεχαρμανιάζω [ksexarmanázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) ικανοποιώ επιθυμία για κάπνισμα ύστερα από μακροχρόνια στέρηση και, με επέκταση, για οτιδήποτε άλλο έχω στερηθεί.

[ξε- χαρμανιάζω]

ξεχασιάρης -α -ικο [ksexasxáris] Ε9 : (οικ.) που ξεχνάει εύκολα, που είναι αφηρημένος. || (ως ουσ.) ο ξεχασιάρης, θηλ. ξεχασιάρα.

[ξεχασ- (ξεχνώ) -ιάρης]

ξεχέζω [ksexézo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) βρίζω κπ. χυδαία· τον χέζω πατόκορφα.

[ελνστ. ἐκχέζω επιτατ. του χέζω (ἐκ- > ξε-)]

ξεχειλίζω [ksexilízo] Ρ2.1α μππ. ξεχειλισμένος : 1.για υγρό που φτάνει ως τα χείλη του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται και αρχίζει να χύνεται έξω: Ξεχείλισε το κρασί / το λάδι. Ξεχείλισε η λεκάνη, το περιεχόμενο της λεκάνης. || (επέκτ.): Ξεχείλισε το ποτάμι, πλημμύρισε. || γεμίζω κτ. ως επά νω: Tο ξεχείλισες το πιάτο. ΦΡ ξεχείλισε πια το ποτήρι, για να δηλώσουμε ότι εξαντλήθηκε η υπομονή κάποιου και ότι θα ακολουθήσει η αντίδραση ή η έκρηξη. η σταγόνα* που ξεχείλισε το ποτήρι. 2. (μτφ.) α. (οικ.): Ξεχειλίζουν τα λίπη / οι σάρκες του, για υπερβολικά παχύ και πλαδαρό άνθρωπο. β. για έντονο συναίσθημα που καταλαμβάνει κπ. και εκδηλώνεται με ανάλογα έντονο τρόπο: H καρδιά του ξεχειλίζει από αγάπη, πλημμυρίζει. || Aυτή η κοπέλα ξεχειλίζει από νιάτα / από ζωή.

[μσν. ξεχειλίζω < ξέχειλ(ος) -ίζω]

ξεχείλισμα το [ksexílizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεχειλίζω.

[ξεχειλισ- (ξεχειλίζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 59 60 [61] 62 63 ...81   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες