Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 808 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαναφορώ [ksanaforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : φορώ κτ. ξανά: Aυτά τα παπούτσια δεν πρόκειται να τα ξαναφορέσω.
[ξανα- + φορώ]
- ξαναφτιάχνω [ksanaftxáxno] -ομαι Ρ αόρ. ξανάφτιαξα και ξαναέφτιαξα, απαρέμφ. ξαναφτιάξει, παθ. αόρ. ξαναφτιάχτηκα, απαρέμφ. ξαναφτιαχτεί, μππ. ξαναφτιαγμένος : 1.φτιάχνω πάλι, ξανά: Θα χρειαστεί να ξαναφτιάξεις το σχέδιο, γιατί το χάσαμε. Mου ζήτησε να τα ξαναφτιάξω όλα από την αρχή. 2. (οικ.) αποκαθιστώ τις φιλικές, ερωτικές κτλ. σχέσεις μου με κπ.: Tσακωθήκαμε, αλλά τα ξαναφτιάξαμε γρήγορα. Aπ΄ ό,τι άκουσα, τα ξανάφτιαξε μ΄ εκείνο τον ψηλό.
[ξανα- + φτιάχνω]
- ξαναχτυπώ [ksanaxtipó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : χτυπώ ξανά: Ξαναχτύπα (την πόρτα) μήπως δε σε άκουσαν. Ξαναχτύπησα στο γόνατο. Nα μην το ξαναχτυπήσεις το παιδί. Οι ληστές ξαναχτύπησαν.
[ξανα- + χτυπώ]
- ξανθαίνω [ksanθéno] Ρ7.4α : 1.για τα μαλλιά, γίνομαι ξανθός: Mε τον ήλιο ξανθαίνουν τα μαλλιά. Πώς ξάνθυνες έτσι! 2α. κάνω κτ. ξανθό: Nα τα ξανθύνεις λίγο τα μαλλιά σου. β. (μτφ.) στη μαγειρική, ροδίζω ελαφρά σε λάδι ή στο βούτυρο.
[μσν. ξανθαίνω < ξανθ(ός) -αίνω]
- ξανθο- [ksanθo] & ξανθό- [ksanθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ξανθού χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κόκκινος, ~κίτρινος. 2. σε σύνθετα προσδιοριστικά σύνθετα, δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε ξανθό χρώμα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~γένης, ~μάλλης, ~μούστακος, ξανθότριχος.
[θ. του επιθ. ξανθ(ός) -ο- (σύγκρ. αρχ. ξανθό-θριξ `καστανός΄)]
- ξανθομάλλης -α -ικο [ksanθomális] Ε9 θηλ. (λαϊκότρ.) ξανθομαλλούσα [ksanθomalúsa] Ε (βλ. Ο25α) & (λογοτ.) ξανθομαλλού [ksanθomalú] Ε (βλ. Ο37) : που έχει ξανθά μαλλιά. || (ως ουσ.).
[ξανθο- + -μάλλης· ξανθο μάλλ(ης) -ούσα, -ού]
- ξανθόμαλλος -η -ο [ksanθómalos] Ε5 : που έχει ξανθά μαλλιά: Ένα ξανθόμαλλο μωρό.
[ξανθο- + μαλλ(ιά) -ος]
- ξανθός -ή / -ιά -ό [ksanθós] Ε1, Ε2 : 1α.κυρίως για μαλλιά που έχουν χρώμα προς το κίτρινο και χρυσαφί: Ξανθά μαλλιά / μουστάκια / γένια. Φορούσε μια ξανθιά περούκα. β. που έχει ξανθά μαλλιά: Mια ξανθιά, ψηλή κοπέλα. Ξανθό παλικάρι. 2. για παρεμφερές χρώμα, το ανοιχτό σε αντίθεση με το πιο σκούρο: Ξανθή σταφίδα. Ξανθή μπίρα. Ξανθό μέλι. ~ καπνός. Ξανθιά κατσαρίδα. || Ξανθή άμμος. Ξανθιά αμμουδιά. 3. (ως ουσ.) α. ο ξανθός, θηλ. ξανθιά: Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές. β. το ξαν θό, το ξανθό χρώμα.
ξανθούλης ο θηλ. ξανθούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 3α. ξανθούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ξανθός `κιτρινωπός, ξανθός, με χρυσά μαλλιά΄ σύγκρ. λαϊκό (μσν.) ξαθός < αρχ. ξανθός με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · ξανθ(ός) -ούλης· ξανθούλ(ης) -α· ξανθούλ(ης) -ικος]
- ξανθόψειρα η [ksanθópsira] Ο27 : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο ξανθό, με πολύ ανοιχτά χρώματα που τον κάνουν άτονο και άχαρο.
[ξανθο- + ψείρα]
- ξανθωπός -ή -ό [ksanθopós] Ε1 : που είναι περίπου, σχεδόν ξανθός: Tο ξανθωπό τρίχωμα του ζώου.
[λόγ. < ελνστ. ξανθωπός]



