Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ξ*
808 εγγραφές [121 - 130]
ξαφνικός -ή -ό [ksafnikós] Ε1 : για κτ. που συμβαίνει χωρίς να το περιμένουμε, χωρίς να μας έχει δώσει προειδοποιητικά σημάδια ή χωρίς να έχουμε ειδοποιηθεί ή προετοιμαστεί γι΄ αυτό· αιφνίδιος, αναπάντεχος: Aισθάνθηκα έναν ξαφνικό πόνο. Ο θάνατός του ήταν ~. Έπιασε μια ξαφνική βροχή. Ξαφνικό ταξίδι. (έκφρ.) μου ήρθε ξαφνικό, για συμβάν που δεν το περίμενα. || (ως ουσ.) το ξαφνικό, γεγονός αναπάντεχο, συνήθ. δυστύχημα ή συμφορά: Tι ήταν αυτό το ξαφνικό που μας βρήκε! (επιρρ. έκφρ.) στα ξαφνικά, αναπάντεχα, αιφνίδια. ξαφνικά ΕΠIΡΡ χωρίς να το περιμένουμε, αναπάντεχα, αιφνίδια· (πρβ. ξάφνου): Πέθανε ~. Εντελώς ~ άρχισε να βρέχει.

[μσν. ξαφνικός < *εξαφνικός (πρβ. μσν. αξαφνικός με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < έξαφν(α) -ικός]

ξάφνισμα το [ksáfnizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) ξάφνιασμα.

[ξαφνισ- (ξαφνίζω) -μα]

ξάφνου [ksáfnu] επίρρ. : (σε αφηγήσεις, σε περιγραφή γεγονότος που συμβαίνει χωρίς να το περιμένει κανείς) ξαφνικά, απροειδοποίητα: Ενώ δεν την περίμενε, ~ την αντίκρισε μπροστά του.

[μσν. ξάφνου < εξάφνου με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *εξάφνω (πρβ. αξάφνω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < φρ. εξ- αρχ. ἄφνω `ξαφνικά΄ και τροπή [o > u] αναλ. προς άλλα επιρρ. -ου: κάπου]

ξαφρίζω [ksafrízo] -ομαι Ρ2.1 : I1.αφαιρώ τον αφρό από φαγητό ή γλυκό την ώρα που βράζει. 2. (λαϊκ.) κλέβω: Άγνωστος ξάφρισε ένοικο ξενοδο χείου. Mου ξάφρισαν το πορτοφόλι μέσα στο λεωφορείο. II. (έκφρ.) αφρίζει* ξαφρίζει.

[ελνστ. ἐξαφρίζω `αφαιρώ τον αφρό με βράσιμο΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (αρχ. ἐξαφρίζομαι)]

ξάφρισμα το [ksáfrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξαφρίζω: Tο κρέας θέλει ~. Aυτός ξέρει από ξαφρίσματα.

[ξαφρισ- (ξαφρίζω) -μα]

ξε- [kse] & ξέ- [ksé], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & ξ- [ks], συνήθ. πριν από [a] αλλά και πριν από τα υπόλοιπα φωνήεντα : πρόθημα· συνήθ.: I. σε ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: 1. την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξεβολεύω, ξεδιψώ, ξεζαλίζω, ξεκλειδώνω, ξεκουρντίζω, ξεσφίγγω, ξεστρώνω, ξεφουσκώνω· ξεβόλεμα, ξεκλείδωμα· ξεκλείδωτος, ξεκούραστος. 2. το τέλος της κατάστασης ή της ενέργειας που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. απο-3): ξεϊδρώνω, ξεμεθώ, ξεμουδιάζω, ξενυστάζω· ξεμούδιασμα. || (λαϊκότρ.) ξαλέθω, ξελειτουργώ. || σε ρήμα παράγωγο από ουσιαστικό που δηλώνει χρόνο, χρονική περίοδο: ξεκαλοκαιριάζω, ξενυχτάω, ξεχειμωνιάζω, περνώ, διανύω ως το τέλος το ανάλογο κάθε φορά χρονικό διάστημα. || (στο γ' πρόσ.) ξεκαλοκαιριάζει, ξεχειμωνιάζει, για την αρχή του τέλους της ανάλογης χρονικής περιόδου. 3. την αφαίρεση του αντικειμένου που υποδηλώνεται με την πρωτότυπη λέξη· (πρβ. απο-): ξαραχνιάζω, ξαρμυρίζω, ξαφρίζω, ξεκαλτσώνω, ξεφλουδίζω· ξεφλουδισμένος· ξαράχνιασμα, ξαρμύρισμα, ξεφλούδισμα. II. με τη σημασία του έξω, προς τα έξω: ξεμπρατσώνω, ξεπορτίζω, ξεσπιτώνω· ξεχειλίζω· (πρβ. εκχειλίζωξεπόρτισμα, ξεσπίτωμα· ξεμπράτσωτος, ξέστηθος, ξέχειλος. III1. με επιτατική λειτουργία, με την έννοια του τελείως, πολύ, εντελώς: ξεγυμνώνω, ξεθαρρεύω, ξεκουφαίνω, ξετρελαίνω· ξεγύμνωμα· ξεδιάντροπος. 2. με υποκοριστική λειτουργία, με τη σημασία του σιγά σιγά, λίγο λίγο ή κρυφά: ξεμακραίνω, ξεγλιστρώ, ξεκλέβω. IV. (προφ.) σε περιστασιακή παραγωγή, σε στερεότυπες φράσεις ή εκφράσεις που εκφράζουν έντονη αντίρρηση, απόρριψη, αδιαφορία κτλ. προς όσα λέει ο συνομιλητής μας: Λέει και ξελέει, άλλα λέει τη μια φορά και άλλα την άλλη. Είπα ξείπα, αναιρώ αυτά που είπα προηγουμένως. Δεν έχει μα και ξεμά. Kρύο ξεκρύο θα πας. Kαλός ξεκαλός δεν ξέρω· εγώ πάντως δεν του έχω εμπιστοσύνη.

[μσν. πρόθημα εξε- < εξ- από την “εσωτερική αύξηση” του πρτ. και του αορ. ρ. που άρχιζαν με εκ- (εξ-): αρχ. ἐκ-φεύγω - ἐξ-έφευγον, ἐξ-έφυγον, ἐκ-κινῶ - ἐξ-εκίνουν, ἐξ-εκίνησα με απόσπαση του -ε- αναλ. προς το σχ.: φεύγω - ἔ-φευγον, κινώ - ἐ-κίνησα, επέκτ. σε ρ. χωρίς το εκ- και αποβ. του αρχικού άτ. φων.: μσν. εξε-στρώνω > ξε-στρώνω, εξε-γυμνώνω > ξε-γυμνώνω, εξε-καθαρίζω > ξε-καθαρίζω, εξέ-χωρα > ξέχωρα (με επίδρ. του έξω) (μσν. διαφοροποίηση της σημ.: επιτατικό: εξ-αποστέλλω `ξαποστέλνω΄, στερ.: εξ-αφρίζω `ξαφρίζω΄· η σημ. IV: < ξε-I με βάση αντιθετικά ζευγάρια ρημάτων, π.χ. κλειδώνω - ξε-κλειδώνω)· μσν. ξ- < εξ- με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: ξ-αγοράζω < εξ-αγοράζω]

ξέβαθος -η -ο [ksévaθos] Ε5 : άβαθος.

[ξε- βάθ(ος) -ος]

ξέβαμμα το [ksévama] Ο49 : αποχρωματισμός, ξεθώριασμα.

[ξεβάφ(ω) -μα με αποβ. του [f] πριν από [m] (ορθογρ. κατά το άλειμμα)]

ξεβάφω [kseváfo] -ομαι Ρ4 : 1.αφαιρώ τη βαφή από κτ. || για κτ. που χάνει το χρώμα του: Aυτό το ύφασμα ξεβάφει. Xρώματα που δεν ξεβάφουν. ΦΡ κτ. ξέβαψε τόπους* τόπους. 2. για κτ. του οποίου έχει αλλοιωθεί το χρώμα, έχει ξεθωριάσει: Ο ήλιος ξέβαψε τις κουρτίνες. Tα παντζούρια ήταν ξεβαμμένα από την πολυκαιρία.

[ξε- βάφω]

ξεβγάζω [ksevγázo] -ομαι Ρ αόρ. ξέβγαλα, απαρέμφ. ξεβγάλει, παθ. αόρ. ξεβγάλθηκα, απαρέμφ. ξεβγαλθεί, μππ. ξεβγαλμένος : 1.με άφθονο νερό αφαιρώ τη σαπουνάδα με την οποία είχα πλύνει κτ.· ξεπλένω: ~ τα μαντίλια / τις κάλτσες / τα πιάτα. Mετά το λούσιμο να ξεβγάλετε τα μαλλιά σας με άφθονο νερό. Tα ρούχα δεν ξεβγάλθηκαν καλά. 2. (προφ.) α. συνοδεύω κπ. που φεύγει, ξεπροβοδίζω: Ξέβγαλε το θείο σου ως την πόρτα. β. απαλλάσσομαι από κπ. ή από κτ.: Θέλω να ξεβγάλω την υποχρέωση που έχω. 3. (μππ., προφ.) για κπ. που έχει πολλές εμπειρίες από τη ζωή στην κοινωνία και που μπορεί να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις. || (μειωτ.) για γυναίκα με πολλές ερωτικές εμπειρίες.

[ξε- βγάζω (πρβ. μσν. ξεβγάνω)]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...81   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες