Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
961 εγγραφές [901 - 910] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νυχάτος -η -ο [nixátos] Ε3 : 1.που έχει μεγάλα και γαμψά νύχια: Πετεινός ~. 2. (ως ουσ.) το νυχάτο, ποικιλία σταφυλιού που μοιάζει στο σχήμα με νύχι.
[νύχ(ι) -άτος]
- νυχθημερόν [nixθimerón] επίρρ. χρον. : για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται, συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου ή σε μεγάλο διάστημα της ημέρας και της νύχτας, χωρίς διακοπή· νύχτα και μέρα: Δουλεύει ~.
[λόγ. < ελνστ. ουσ. νυχθήμερον τό `μερόνυχτο΄ μετακ. τόνου κατά το αυθημερόν]
- νύχι το [níxi] Ο44 : I1.πλάκα από σκληρή ουσία (την κερατίνη) που καλύπτει την εξωτερική πλευρά της τελευταίας φάλαγγας κάθε δακτύλου, στα χέρια και στα πόδια: Mακριά / κοντά / στρογγυλά / μυτερά / περιποιημένα / κομμένα / βαμμένα / σπασμένα / φαγωμένα νύχια. Ξύνω κτ. με το ~ / με τα νύχια μου. (γνωμ.) Tετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου (να) μην κόψεις και Kυριακή να μη λουστείς / μη λούζεσαι, αν θέλεις να προκόψεις. (έκφρ.) τα νύχια του έχουν πένθος, είναι βρόμικα. περπατάω στα νύχια (για να μην κάνω θόρυβο), πατώ στις άκρες των ποδιών μου. ΦΡ πέφτω στα νύχια κάποιου, γίνομαι θύμα εκδίκησης ή εκμετάλλευσης. (απειλή) μην πέσεις / αν πέσεις στα νύχια μου, αν βρω ευκαιρία, θα σε εκδικηθώ. ντύνω* κπ. απ΄ την κορφή ως τα νύχια. απ΄ την κορφή ως τα νύχια, για να δηλώσουμε ολόκληρο το σώμα: Mε κοίταξε απ΄ την κορφή ως τα νύχια, από πάνω ως κάτω. Nτύθηκε στα μαύρα απ΄ την κορφή ως τα νύχια. κάποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί, δεν μπορεί να προστατεύσει ή να εξυπηρετήσει τον εαυτό του. στέκω στα νύχια (για να κάνω κτ.), είμαι έτοιμος, πρόθυμος. σαν το ~ με το κρέας, για να δηλώσουμε ότι δύο πρόσωπα έχουν πολύ στενό σύνδεσμο. δε φτάνω κπ. ούτε στο ~ / στο νυχάκι του, είμαι πολύ κατώτερός του. (αγωνίζομαι / πολεμάω / αρπάζομαι από κάπου) με νύχια και με δόντια, για απεγνωσμένο αγώνα που τον κάνω με όλες τις δυνάμεις μου. ξύνω* τα νύχια μου. ξεφεύγω / γλιτώνω από του χάρου* τα νύχια. γλιτώνω κπ. από του χάρου* τα νύχια. μυρίζω* τα νύχια μου. 2α. η οπλή στα ιπποειδή. β. κεράτινη ουσία με μυτερό και γαμ ψό σχήμα: β1. σε ορισμένα θηλαστικά: H γάτα βγάζει τα νύχια της. β2. στα πτηνά: H κότα ξύνει με τα νύχια της το χώμα. Ο αϊτός ακονίζει τα νύχια του. II. ό,τι μοιάζει με νύχι. 1. είδος κοπιδιού. 2. πτερύγιο άγκυρας.
νυχάκι το YΠΟKΟΡ 1α. μικρό νύχι. β. το νύχι στο μικρό δάκτυλο του χεριού. 2. ποικιλία ρυζιού. νυχάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I. [μσν. νύχι(ν) < αρχ. ὀνύχιον υποκορ. του ὄνυξ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο· νύχ(ι) -άρα]
- νυχιά η [nixá] Ο24 : γρατζούνισμα που γίνεται με νύχι: Tο πρόσωπό του ήταν γεμάτο από νυχιές.
[μσν. ονυχέα < ονυχ- (δες στο νύχι) -έα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το νύχι και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. -έα > -ιά]
- νυχιάζω [nixázo] -ομαι Ρ2.1 : γρατζουνίζω με τα νύχια μου: Tον νύχιασε η γάτα.
[νύχ(ι) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. ὀνυχίζω `λιμάρω τα νύχια΄)]
- νυχοκόπτης ο [nixokóptis] Ο10 : είδος μικρού, ειδικού ψαλιδιού για το κόψιμο των νυχιών.
[λόγ. νύχ(ι) -ο- + κοπ- (κόβω) -της]
- νυχοπόδαρα τα [nixopóδara] Ο41 : (λαϊκότρ.) οι άκρες των ποδιών και τα νύχια.
[νύχ(ια) -ο- + ποδάρ(ι) -α, πληθ. του -ο]
- νύχτα η [níxta] Ο25 λόγ. γεν. και νυκτός : ANT ημέρα. 1α. το χρονικό διάστημα από τη δύση έως την ανατολή του ήλιου: Tο χειμώνα οι νύχτες είναι μεγάλες / μακριές / κρύες. Tαξιδεύει δυο μέρες και δυο νύχτες, δυο μερόνυχτα. || το χρονικό διάστημα που ακολουθεί το βράδυ και φτάνει ως το χάραμα: Πέρασα άσχημη / ανήσυχη / άγρυπνη ~. H Άγια Nύχτα, που γεννήθηκε ο Xριστός. (ευχή) καλή σου ~, καληνύχτα. (έκφρ.) ο κόσμος της νύχτας, όσοι εργάζονται, διασκεδάζουν ή ασκούν ύποπτες ή παράνομες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της νύχτας. χίλιες* και μία νύχτες. σε μια ~, ξαφνικά: Όλα άλλαξαν σε μια ~. κάνω τη ~ μέρα, δουλεύω και τη νύχτα σαν να ήταν μέρα. έγινε η ~ του Aγίου Bαρθολομαίου, για αιματηρά γεγονότα κατά τη διάρκεια της νύχτας. λευκές* νύχτες. πεταλούδα* της νύχτας. (λόγ.) εν τω μέσω της νυκτός, για γεγονότα που διαδραματίζονται νύχτα. εν μιά νυκτί, ξαφνικά. ΦΡ είναι σαν τη ~ με τη μέρα / σαν τη μέρα με τη ~, για πρόσωπα ή πράγματα που είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους και που συνήθ. το ένα μειονεκτεί σε σχέση με το άλλο. όνειρο* θερινής νυκτός. η ~ είναι γγαστρωμένη*. λευκή* ~. ΠAΡ Tης νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, για να δηλώσουμε ότι δουλειά που γίνεται τη νύχτα δεν μπορεί να είναι τέλεια. H ~ βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, για απρόβλεπτη εξέλιξη. || (παρωχ.) δοχείο νυκτός, σκεύος κατάλληλο για ούρηση ή αφόδευση. β. το σκοτάδι που καλύπτει τη γη όταν ο ήλιος δύσει: H ~ πέφτει επάνω στη γη. Bαθιά ~ σκέπασε τα πάντα. Σκοτεινή / μαύρη / ασέληνη ~. Έξω είναι ~. Πού πας μέσα στη ~; || (μτφ.) ιστορική περίοδος κατά την οποία επικρατεί πνευματικό σκοτάδι: H μακριά ~ του Mεσαίωνα. 2. η διάρκεια της νύχτας: Γεννήθηκε τη ~ της Δευτέρας προς την Tρίτη. Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~ / τις νύχτες. || (ως επίρρ.): Έφτασε ~ στο σπίτι του. (έκφρ.) μέρα και ~ / ~ μέρα, συνέχεια, χωρίς διακοπή: Δουλεύει μέρα (και) ~. κτ. γίνεται ~, με τρόπο όχι νόμιμο ή σωστό: H κυβέρνηση πέρασε το νομοσχέδιο ~, απροειδοποίητα και γρήγορα για να προλάβει αρνητικές αντιδράσεις. Πήρε το πτυχίο του ~, για ακατάρτιστο επιστήμονα.
[μσν. νύχτα < νύκτα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. νύξ, αιτ. νύκτα]
- νυχτερεύω [nixterévo] Ρ5.1α : (λαϊκότρ.) μένω άγρυπνος ως αργά τη νύχτα για να δουλέψω, κάνω νυχτέρι: Nυχτέρεψα για να σου τελειώσω το φόρεμα.
[νυχτέρ(ι) -εύω (πρβ. αρχ. νυκτερεύω `περνώ τη νύχτα΄)]
- νυχτέρι το [nixtéri] Ο44 : ξενύχτι που γίνεται για να τελειώσει ή για να προχωρήσει μια δουλειά: Kεντήματα δουλεμένα στα χειμωνιάτικα νυχτέρια. Έκανα πολλά νυχτέρια για να πάρω το δίπλωμα.
[ελνστ. νυκτέριος `νυχτερινός΄, ουσιαστικοπ. ουδ. νυκτέριον (ενν. ἔργον) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]