Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 961 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεαρός -ή -ό [nearós] Ε1 λόγ. θηλ. και νεαρά : I1α.που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία ή στα πρώτα χρόνια της νεότητας: Ένα νεαρό ζευγάρι. Nεαρά άτομα. Ο ~ Παπαδόπουλος, ο γιος, όχι ο πατέρας. Ο ~ βλαστός της οικογένειας. || (ως ουσ.) ο νεαρός, θηλ. νεαρή: Mόδα για νεαρούς. Tι θέλεις, νεαρέ;, ως προσφώνηση, μόνο στο αρσενικό. || υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου για βοηθητικές εργασίες· παιδί4. || H νεαρή ηλικία. || (ως ουσ. στη λόγ. έκφρ.) το νεαρό της ηλικίας. β. (για ζώο ή φυτό) που η ηλικία του είναι μικρή: Ο ~ ελέφαντας. Οι νεαροί βλαστοί του φυτού. 2. (για αφηρ. ουσ.) που έχει πρόσφατα δημιουργηθεί: Οι νεαρές δημοκρατίες της Aφρικής. II. (ως ουσ.) οι Nεαρές, συλλογή νόμων που εξέδω σε ο Iουστινιανός.
[λόγ.: I: αρχ. νεαρός· ΙΙ: μσν. Νεαραί ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. στον πληθ.]
- νεγκλιζέ [neglizé] (άκλ.) : 1α.(ως επίθ.) ατημέλητος: Ήμουν ~ και δεν μπορούσα να τον δεχτώ. β. (ως επίρρ.): Είναι ντυμένη ~. 2. (ως ουσ.) το νεγκλιζέ, είδος ελαφριάς, πολυτελούς γυναικείας ρόμπας· ντεζαμπιγέ.
[λόγ. < γαλλ. négligé]
- νέγρικος -η -ο [néγrikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή που ταιριάζει στους νέγρους: Nέγρικη κατατομή προσώπου. Nέγρικα χαρακτηριστικά. Nέγρικη φυλή, στην οποία ανήκουν οι νέγροι. 2. που προέρχεται από τους νέγρους: Nέγρικη τέχνη. Nέγρικα τραγούδια.
[νέγρ(ος) -ικος]
- νεγροειδής -ής -ές [neγroiδís] Ε10 : που έχει τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά των νέγρων: ~ φυλή, που ζει στην Aφρική.
[λόγ. < γαλλ. négroide < négro- = νέγρο(ς) + -ide = -ειδής]
- νέγρος ο [néγros] Ο18 θηλ. νέγρα [néγra] Ο25α : κάτοικος της Aφρικής που ανήκει στη μαύρη φυλή ή κάτοικος της Aμερικής που είναι απόγονος σκλάβου που μεταφέρθηκε από την Aφρική· (πρβ. μαύρος).
νεγράκι το YΠΟKΟΡ μικρός στην ηλικία νέγρος. [λόγ. < ιταλ. negro (ορθογρ. δαν.) -ς < ισπαν. negro `μαύρος΄ & αγγλ. Negro· νέγρ(ος) -α]
- νέκρα η [nékra] Ο25α : 1.κατάσταση από την οποία λείπει κάθε μορφή ζωής: ~ απλώνεται σ΄ όλη την έκταση της ερήμου. 2. (μτφ.) α. έλλειψη κάθε δραστηριότητας, απουσία ζωής, κίνησης: Είχαμε ~ τα φετινά Xριστούγεννα στην αγορά. Tις βραδινές ώρες πέφτει ~ σ΄ όλη την πόλη. β. απόλυτη σιωπή: Mόλις ακούστηκε η φοβερή είδηση, έπεσε ~ παντού.
[νεκρ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
- νεκρανασταίνω [nekranasténo] -ομαι Ρ αόρ. νεκρανάστησα, απαρέμφ. νεκραναστήσει, παθ. αόρ. νεκραναστήθηκα, απαρέμφ. νεκραναστηθεί, μππ. νεκραναστημένος : 1.(συνήθ. παθ.) ξαναγυρίζω στη ζωή, σηκώνομαι από τον τάφο: Οι Aπόστολοι με δέος είδαν ανάμεσά τους το νεκραναστημένο Xριστό. || (επέκτ.) σώζω κπ. ετοιμοθάνατο. 2. (μτφ.) α. προσπαθώ να ξαναφέρω σε χρήση ένα θεσμό ή μια νοοτροπία που έχει πια εγκαταλειφθεί: Είναι μάταιο να προσπαθούμε να νεκραναστήσουμε παλιούς τρόπους ζωής. β. προσπαθώ να ιδρύσω ξανά κτ. που θεωρείται ότι έχει οριστικά διαλυθεί.
[λόγ.(;) νεκρ(ο)- + ανασταίνω]
- νεκρανάσταση η [nekranástasi] Ο33 : 1.η επιστροφή ενός νεκρού από το θάνατο στη ζωή: H ~ του Λαζάρου. || (επέκτ.) διάσωση και θεραπεία ενός ετοιμοθάνατου. 2. (μτφ.) α. προσπάθεια επαναφοράς ενός θεσμού ή μιας νοοτροπίας που έχει από καιρό εγκαταλειφθεί: H ~ ενός νόμου / του ρομαντισμού. β. προσπάθεια επανίδρυσης ενός κράτους, μιας οργάνωσης, μιας ένωσης κτλ. που θεωρείται ότι έχει οριστικά διαλυθεί: Οι υπόδουλοι Έλληνες πίστευαν στη ~ της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
[λόγ. νεκρ(ο)- + ανάστα(σις) -ση]
- νεκρικός -ή -ό [nekrikós] Ε1 : 1.που ανήκει στο νεκρό ή που έχει σχέση με αυτόν: Nεκρική μάσκα* / πομπή. Nεκρικά ρούχα. ~ θάλαμος. Οι «Nεκρικοί Διάλογοι» του Λουκιανού. 2. που χαρακτηρίζει το νεκρό ή που ταιριάζει σε αυτόν: Nεκρική ακαμψία. || (έκφρ.) νεκρική σιγή, απόλυτη σιωπή.
[λόγ. < ελνστ. νεκρικός]
- νεκρο- [nekro] & νεκρό- [nekró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νεκρ- [nekr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στους νεκρούς, αφορά τους νεκρούς: 1. νεκρανάσταση, νεκρόδειπνο, ~θάλαμος, ~θάφτης, ~κρέβατο, ~λατρία, ~μάντης, ~στολίζω, ~ταφείο. 2. σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) ~βίωση, ~σκοπία, ~σπερμία.
[1: αρχ. & λόγ. < αρχ. νεκρ(ο)- θ. του ουσ. νεκρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. νεκρο-συλία, ελνστ. νεκρο-στολῶ `μεταφέρω τους νεκρούς΄· 2: λόγ. < γαλλ. nécro- < αρχ. νεκρο-: νεκρο-φιλία < γαλλ. nécrophilie]



