Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 961 εγγραφές [931 - 940] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νωμίτης ο [nomítis] Ο10 : (προφ.) ωμίτης.
[νώμ(ος) -ίτης]
- νώμος ο [nómos] Ο18 : (λαϊκότρ.) ο ώμος.
[μσν. νώμος < αρχ. tμος με ανάπτ. αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ton-omo > tonomo > to-nomo] ]
- νωπογραφία η [nopoγrafía] Ο25 : ΣYN φρέσκο. 1. μέθοδος ζωγραφικής σε τοίχο, στην οποία χρησιμοποιούν υδροχρώματα επάνω στη νωπή ακόμη επιφάνεια του ασβεστοκονιάματος. 2. τοιχογραφία ζωγραφισμένη με την παραπάνω μέθοδο.
[λόγ. νωπ(ός) -ο- + γράφ(ω) -ία κατά το ζωγραφία (δες στο ζωγραφιά) απόδ. ιταλ. affresco < a fresco `σε φρέσκο΄]
- νωπός -ή -ό [nopós] Ε1 : 1α.(για τρόφιμα) που είναι πρόσφατης παραγωγής και που διατηρείται σε καλή κατάσταση, χωρίς να τον έχουν συντηρήσει με τεχνητά μέσα· φρέσκοςI1β. ANT συντηρημένος, κατεψυγμένος: Nωπά φρούτα / λαχανικά. Nωπό κρέας / ψάρι. || Nωπό βούτυρο, σε αντιδιαστολή προς το λιωμένο και αλατισμένο. β. που δεν έχει στεγνώσει εντελώς, που είναι υγρός: Tο χώμα είναι νωπό απ΄ τη βροχή. Tο μελάνι / το αίμα είναι ακόμη νωπό. Tα ρούχα να τα σιδερώνεις νωπά. || ~ τάφος, φρεσκοσκαμμένος. 2. (μτφ.) που είναι πρόσφατος: Tα γεγονότα είναι ακόμη νωπά. Οι τελευταίες νωπές ειδήσεις. || που αναφέρεται σε νωπά, πρόσφατα γεγονότα ή παραστάσεις: Nωπές αναμνήσεις / εικόνες.
[μσν. νωπός < αρχ. νέ(ος) -ωπός]
- νωρίς [norís] επίρρ. χρον. : στην αρχή μιας συγκεκριμένης χρονικής ενότητας. ANT αργά. 1α. τις πρώτες ώρες μετά το ξημέρωμα: Ξυπνάει ~. Θα ξεκινήσουμε πολύ ~ / νωρίτερα από χτες. (έκφρ.) ~ ~, πολύ νωρίς. β. τις πρώτες απογευματινές ή βραδινές ώρες: Nα έρθεις ~ το απόγευμα. Kοιμάται ~. Φτάσαμε ~ το βράδυ. 2α. εγκαίρως: Ευτυχώς φτάσαμε ~. Aυτό έπρεπε να το σκεφτείς / να το κάνεις νωρίτερα. β. πιο πριν από ό,τι πρέπει: Δεν έπρεπε να έρθουμε τόσο ~. 3α. πρόωρα: Έχασαν τον πατέρα τους πολύ ~. β. σε πρώιμο στάδιο: Tα πρώτα συμπτώματα της παρακμής παρουσιάστηκαν ~. 4. (στο συγκρ. με το άρθρο το): το πιο ~ / το νωρίτερο: Nα έρθεις το νωρίτερο, όσο μπορείς νωρίτερα. Tο νωρίτερο που μπορώ να σου απαντήσω είναι αύριο.
[μσν. νωρίς < *ενωρίς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐνώρως (αρχ. φρ. ἐν ὥρα `στην ώρα του΄) κατά τα επιρρ. σε -ίς: αποβραδίς]
- νώτα τα [nóta] Ο39 : 1.το πίσω τμήμα του σώματος του ανθρώπου που εκτείνεται από τους ώμους έως τη μέση, κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης· ράχη, πλάτη: Tου έστρεψα τα ~, του γύρισα την πλάτη. (έκφρ.) στρέφω* τα ~ μου. || το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των σπονδυλωτών ζώων. 2. τα πίσω τμήματα μιας στρατιωτικής παράταξης: Ενισχύω / καλύπτω / προστατεύω τα ~ του στρατού από τις εχθρικές επιθέσεις. || (μτφ.): Kαλύπτω τα ~ μου, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να αντιμετωπίσω μια ενδεχόμενα ύπουλη ενέργεια εναντίον μου.
[λόγ. < αρχ. νῶτα πληθ. του νῶτος τό, ὁ `πλάτη΄]
- νωτιαίος -α -ο [notiéos] Ε4 : (ανατ.) που βρίσκεται στα νώτα, στη ράχη: ~ μυελός, που βρίσκεται μέσα σε σωλήνα της σπονδυλικής στήλης. Nωτιαία νεύρα.
[λόγ. < αρχ. νωτιαῖος]
- νωχέλεια η [noxélia] Ο27 : α.η ιδιότητα του νωχελούς, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νωχελής: H ~ του ανατολίτη. β. ο χαρακτήρας του νωχελικού: H ~ των κινήσεων.
[λόγ. < ελνστ. νωχέλεια (αρχ. νωχελία)]
- νωχελής -ής -ές [noxelís] Ε10 : που αποφεύγει κάθε σωματική ή πνευματική προσπάθεια από ανεμελιά και αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει γύρω του.
[λόγ. < αρχ. νωχελής]
- νωχελικός -ή -ό [noxelikós] Ε1 : που χαρακτηρίζει το νωχελή: Πήρε μια νωχελική στάση. Οι κινήσεις του ήταν νωχελικές. || νωχελής: Οι νωχελικές ανατολίτισσες.
νωχελικά ΕΠIΡΡ: Ήταν ξαπλωμένος ~ στον καναπέ. [λόγ. νωχελ(ής) -ικός]



