Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν
961 εγγραφές [921 - 930]
νυχτοπερπάτημα το [nixtoperpátima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) νυχτερινοί περίπατοι, νυχτερινές περιπλανήσεις και ιδίως γλέντια, ξενύχτια ή και ύποπτες δουλειές κατά τη διάρκεια της νύχτας: Άρχισε πάλι τα νυχτοπερπατήματα.

[νυχτοπερπατη- (νυχτοπερπατώ) -μα]

νυχτοπερπατώ [nixtoperpató] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) γυρνώ έξω τη νύχτα, συνήθ. για διασκεδάσεις ή για ύποπτες δουλειές.

[μσν. νυκτοπεριπατώ < νυκτο- + περιπατώ κατά τα νύχτα, περπατώ]

νυχτοπούλι το [nixtopúli] Ο44 : 1.κοινή ονομασία νυκτόβιων πτηνών. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος που συνηθίζει να κυκλοφορεί έξω τις νυχτερινές ώρες ή συνηθίζει να μην κοιμάται τις νύχτες.

[νυχτο- + πουλ(ί) -ι]

νυχτοφύλακας ο [nixtofílakas] Ο5 : φύλακας σε κτίριο γραφείων, σε εργοστάσιο κτλ., που έχει νυχτερινή υπηρεσία.

[λόγ. < αρχ. νυκτοφύλαξ, αιτ. -ακα με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το νύχτα]

νύχτωμα το [níxtoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του νυχτώνω, ο ερχομός της νύχτας.

[νυχτώ(νω) -μα]

νυχτώνω [nixtóno] -ομαι Ρ1 : 1.(συνήθ. στο αορ. θ.) με βρίσκει η νύχτα, έρχεται η νύχτα, πριν προλάβω να φτάσω κάπου ή να κάνω κτ.: Aργήσαμε να φύγουμε και νυχτώσαμε / νυχτωθήκαμε στο δρόμο. || για μεγάλη καθυστέρηση: Mέχρι να ντυθείς θα νυχτωθούμε. ΦΡ μακριά που νύχτωσε / είναι μακριά νυχτωμένος, για κπ. που αγνοεί εντελώς την πραγματικότητα, που δεν ξέρει πού βρίσκεται. 2. (απρόσ.) πέφτει το σκοτάδι της νύχτας, βραδιάζει: Tο χειμώνα νυχτώνει νωρίς. Άναψε το φως, γιατί νύχτω σε.

[μσν. νυκτώνω < νύκτ(α δες στο νύχτα) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

Nώε ο [nóe] Ο (άκλ.) : στις ΦΡ απ΄ τον καιρό του ~, για κτ. πολύ παλιό: Aυτό το φόρεμα το έχω απ΄ τον καιρό του ~. Έχω να τον δω απ΄ τον καιρό του ~. Aυτή η ταινία είναι απ΄ τον καιρό του ~. ο κατακλυσμός του ~, για πολύ δυνατή βροχή: Xτες έγινε ο κατακλυσμός του ~.

[λόγ. < ελνστ. Νῶε από τα εβρ.]

νωθρός -ή -ό [noθrós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ενεργητικότητας και η βραδύτητα με την οποία αντιδρά στα διάφορα ερεθίσματα: ~ άνθρωπος. Είναι ~ στις κινήσεις / στη σκέψη. || που ταιριάζει σε νωθρό άνθρωπο: Nωθρές κινήσεις. Έχει νωθρή σκέψη / νωθρό μυαλό. νωθρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. νωθρός]

νωθρότητα η [noθrótita] Ο28 : η ιδιότητα του νωθρού: H ~ δεν του επιτρέπει να αναπτύξει καμιά δραστηριότητα. Πνευματική ~.

[λόγ. < αρχ. νωθρότης, αιτ. -ητα]

νωματάρχης ο [nomatárxis] Ο10 : (λαϊκ.) ενωμοτάρχης.

[< ενωμοτάρχης με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και παρετυμ. νομάτοι]

< Προηγούμενο   1... 91 92 [93] 94 95 ...97   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες