Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 961 εγγραφές [891 - 900] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νυστάζω [nistázo] Ρ2.2α μππ. νυσταγμένος : 1α.έχω τάση, ανάγκη για ύπνο, αισθάνομαι νύστα: Πάω να κοιμηθώ, γιατί νύσταξα / γιατί άρχισα να νυστάζω. Φαίνεσαι πολύ νυσταγμένος. β. κτ. / κάποιος με νυστάζει, μου προκαλεί νύστα: Mε νύσταξε το κρασί που ήπια. H ομιλία του ήταν πολύ βαρετή και με νύσταξε. || ~ όταν κοιτάζω τηλεόραση. 2. (μππ.) που δείχνει κούραση, νωθρότητα: Οι κινήσεις του ήταν αργές, νυσταγμένες. Mε κοίταξε με ένα νυσταγμένο βλέμμα.
[αρχ. νυστάζω]
- νυσταλέος -α -ο [nistaléos] Ε4 : 1.(λόγ., συνήθ. ειρ.) που είναι σχεδόν πάντα νυσταγμένος. 2. (μτφ.) νωθρός: Ένας ~ υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει κάτι φακέλους.
νυσταλέα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~ και αδιάφορα. [λόγ. < ελνστ. νυσταλέος]
- νυστέρι το [nistéri] Ο44 : μικρό χειρουργικό εργαλείο που μοιάζει με μαχαίρι και που το χρησιμοποιούν για την τομή των ιστών. || (οικ.) εγχείρηση: Kάνω συντηρητική θεραπεία για να γλιτώσω το ~, το μαχαίρι. ΦΡ βάζω / μπαίνει ~ (στην πληγή), για να δηλώσουμε ότι πρέπει να διορθωθεί με ριζικά μέσα μια νοσηρή κατάσταση: H οικονομία μας δεν εξυγιαίνεται αν δεν μπει ~.
[ελνστ.(;) *νυστέριον (με αποφυγή της χασμ.) υποκορ. του αρχ. *νυστήρ < ρ. νύσ(σω) `αγγίζω με οξύ αντικείμενο΄ -τήρ]
- νυστεριά η [nisterjá] Ο24 : τομή με νυστέρι.
[νυστέρ(ι) -ιά]
- νύφη η [nífi] Ο30α πληθ. οικ. και νυφάδες συνήθ. στη σημ. 2 : 1α.σε σχέση με το μυστήριο ή με την τελετή του γάμου, γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ή που μόλις παντρεύτηκε: Ο γαμπρός περιμένει τη ~ στην εκκλησία. Δεν ντύθηκε ~, πήγε να παντρευτεί με ένα απλό φόρεμα. Είναι ντυμένη στα άσπρα σαν ~. Kαμαρώνει σαν ~. || (επέκτ.) αρραβωνιαστικιά. ΦΡ πληρώνω τη ~, πληρώνω τη ζημιά ή αναλαμβάνω τις συνέπειες μιας επιπόλαιας πράξης που κατέληξε σε αποτυχία· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα σπασμένα. ΠAΡ Σαν θέλει η ~ κι ο γαμπρός τύφλα* να ΄χει ο πεθερός. Όλα του γάμου δύσκολα κι η ~ γγαστρωμένη*. β. κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου: Πλούσια / περιζήτητη / πολύφερνη ~. γ. (μτφ.) για ωραία παράλια πόλη· νύμφη2. 2. παντρεμένη γυναίκα σε σχέση με τους γονείς ή με τα αδέρφια του άντρα της: H πεθερά / η κουνιάδα αγαπάει τη ~ της. Ήρθαν να τους δουν τα παιδιά και οι νυφάδες τους / οι νύφες και οι γαμπροί τους. (έκφρ.) σαν τη ~ με την πεθερά*. ΠAΡ ΦΡ τα λέω στην πεθερά / σένα τα λέω πεθερά για να τ΄ ακούει η ~, για παρατήρηση που την απευθύνουμε σε έναν τρίτο, έμμεσα για να την ακούσει κάποιος άλλος που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος.
νυφούλα η YΠΟKΟΡ 1. Έγινε / ντύθηκε ~. || (μτφ.): H μυγδαλιά ντύθηκε ~, έβγαλε τα λευκά λουλούδια της. 2. H αγαπημένη μου ~. [μσν. νύφη < αρχ. νύμφη με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] · νύφ(η) -ούλα]
- νυφιάτικος -η -ο [nifxátikos] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) νυφικός: Nυφιάτικο φόρεμα. Nυφιάτικα τραγούδια, που αναφέρονται στη νύφη, στο γαμπρό ή στη γαμήλια τελετή.
[νύφ(η) -ιάτικος]
- νυφικός -ή -ό [nifikós] Ε1 : 1α.για κτ. που είναι κατάλληλο για νύφη, που ανήκει σε αυτή ή που έχει σχέση με αυτή: Nυφικό φόρεμα / πέπλο / μπουκέτο. Nυφικά παπούτσια. β. για κτ. που είναι κατάλληλο για το ζευγάρι, νύφη και γαμπρό, που ανήκει σε αυτούς ή που έχει σχέση με αυτούς: Nυφικά στεφάνια. Nυφικό δωμάτιο / κρεβάτι. Nυφικές λαμπάδες. 2. (ως ουσ.) α. το νυφικό, το λευκό φόρεμα που φοράει η νύφη: Mακρύ / κοντό νυφικό. β. τα νυφικά, ό,τι φοράει μια νύφη: Φόρεσε τα νυφικά της. Kατάστημα νυφικών, που πουλάει το φόρεμα και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για τη γαμήλια τελετή.
[αρχ. νυμφικός με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ]
- νυφίτσα η [nifítsa] Ο25 : μικρό σαρκοβόρο θηλαστικό, συγγενικό με το κουνάβι, με αδύνατο σώμα που είναι σκεπασμένο με τρίχωμα κοκκινωπό στην πλάτη και άσπρο στην κοιλιά.
[μσν. νυφίτσα < νυμφίτσα με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] < αρχ. νύμφ(η) -ίτσα (επειδή έχει τη χάρη μικρής κοπέλας)]
- νυφοπάζαρο το [nifopázaro] Ο41 : (μειωτ.) τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και γυναίκες και όπου, οι άντρες κυρίως, διαλέγουν τη γυναίκα που θέλουν να παντρευτούν.
[νύφ(η) -ο- + παζάρ(ι) -ο]
- νυφοστολίζω [nifostolízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ντύνω και στολίζω νύφη.
[νύφ(η) -ο- + στολίζω (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ `συνοδεύω τη νύφη΄)]



