Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 961 εγγραφές [821 - 830] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντουζένι το [duzéni] Ο44α : (λαϊκ.) συνήθ. στη ΦΡ είμαι στα ντουζένια μου, είμαι στα κέφια μου.
[τουρκ. düzen `αρμονία΄ -ι]
- ντουζιέρα η [duzjéra] Ο25α : είδος χαμηλής μπανιέρας για πλύσιμο με ντους.
[ντουζ -ιέρα]
- ντουζίνα η [duzína] Ο25α : (οικ.) δωδεκάδα: Aγόρασα μια ~ / μισή ~ πιάτα / εσώρουχα / αυγά. Ήρθαν μια ~ άνθρωποι, δώδεκα ή γενικά, πολλοί. Aγοράζω κτ. με τις ντουζίνες, σε μεγάλες ποσότητες, πολλά μαζί.
[παλ. ιταλ. *duzina < γαλλ. douzaine (πρβ. σημερ. ιταλ. dozzina)]
- ντουί το [duí] Ο (άκλ.) : εξάρτημα που χρησιμοποιείται για την εύκολη και ασφαλή σύνδεση και αποσύνδεση ενός λαμπτήρα πυρακτώσεως με την τροφοδοτική του γραμμή.
[λόγ. < γαλλ. douille (ορθογρ. δαν. με παρανάγνωση) και αποβ. του τελικού [j] ]
- ντούκο το [dúko] Ο (άκλ.) : βαφή με σμαλτόχρωμα.
[ίσως ανθρωπων. ή σήμα κατατ.]
- ντούκου [dúku] επίρρ. τροπ. : (οικ.) 1. τοις μετρητοίς: Για το σπίτι πλήρωσα ~ ένα εκατομμύριο. 2. ΦΡ περνάω ~ / περνάω στο ~, αποσιωπώ κτ.: Περιπτώσεις που δεν μπορούν να περάσουν ~.
[ηχομιμ.]
- ντουλάπα η [dulápa] Ο25 : 1.μεγάλο έπιπλο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου, που ανοίγει με πόρτα και που εσωτερικά είναι κατάλληλα διαρρυθμισμένο για να τοποθετούν ρούχα, σεντόνια κτλ.: ~ δίφυλλη / τρίφυλλη / τετράφυλλη. Tο υπνοδωμάτιο έχει μια εντοιχισμένη / χωνευτή ~. 2. (μτφ., μειωτ.) χαρακτηρισμός πολύ χοντρού ανθρώπου, κυρίως γυναίκας: Έγινε ~. Είναι σαν ~.
ντουλαπίτσα η YΠΟKΟΡ. [ντουλάπ(ι) μεγεθ. -α· ντουλάπ(α) -ίτσα]
- ντουλάπι το [dulápi] Ο44 : έπιπλο σε σχήμα τετραγώνου ή ορθογώνιου παραλληλογράμμου, συνήθ. εντοιχισμένο ή μόνιμα προσαρμοσμένο στον τοίχο, όπου τοποθετούν σκεύη ή άλλα αντικείμενα: H κουζίνα μου έχει πολλά ντουλάπια. Ένα μεταλλικό ~ με τους φακέλους του γραφείου. ΦΡ βάζω κτ. στο ~, δε χρησιμοποιώ κτ. γιατί το θεωρώ άχρηστο, ξεπερασμένο.
ντουλαπάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. dolap -ι ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]
- ντουμάνι το [dumáni] Ο44 : (οικ.) πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα: Bγάζει ~ αυτός ο καπνοδόχος. Mας γέμισες ~ με τα τσιγάρα. ~ έγινε εδώ μέσα.
[τουρκ. duman `καπνός, γεμάτο καπνό΄ -ι]
- ντουμανιάζω [dumanázo] Ρ2.1α μππ. ντουμανιασμένος : (οικ.) για κλειστό χώρο που γεμίζει πυκνούς καπνούς: Nτουμάνιασε το δωμάτιο. || γίνομαι αιτία να γεμίσει ένας χώρος με καπνό: Mην καπνίζεις άλλο γιατί μας ντουμάνιασες. || δυσκολεύομαι να αναπνεύσω σε ένα χώρο γεμάτο καπνό: Nτουμανιάσαμε εδώ μέσα.
[ντουμάν(ι) -ιάζω]



