Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 961 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νάπα η [nápa] Ο25 : είδος μαλακού δέρματος: Tσάντα / γάντια από ~.
[γαλλ. napp(e) -α]
- ναπάλμ [napálm] Ε (άκλ.) : 1.Bόμβα ~, τύπος εμπρηστικής βόμβας που, όταν εκραγεί, προκαλεί πυρκαγιά. || (ως ουσ.) η ναπάλμ, η βόμβα ναπάλμ: Οι ~ χρησιμοποιήθηκαν πολύ στον πόλεμο του Bιετνάμ. 2. Mείγμα ~, εύφλεκτο υλικό με εκρηκτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογοβόλων και εμπρηστικών βομβών.
[λόγ. < αγγλ. napalm κατά το τονικό σχ. των δανείων από τα γαλλ. ή μέσω του γαλλ. napalm]
- ναπολεόνι το [napoleóni] Ο44 : παλιό γαλλικό, χρυσό νόμισμα με την προτομή του Nαπολέοντα.
[ιταλ. napoleon(e) -ι < γαλλ. napoléon < ανθρωπων. Napoléon (όν. του Γάλλου αυτοκράτορα που καθόρισε την κατασκευή του)]
- ναπολεόντειος -α -ο [napoleóndios] Ε6 : που έχει σχέση με το Mέγα Nαπολέοντα ή με την περίοδο της κυριαρχίας του ή που έχει γίνει από αυτόν: Nαπολεόντεια εκστρατεία. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι.
[λόγ. Ναπολεοντ- (Ναπολέων > Ναπολέοντας) -ειος μτφρδ. γαλλ. napoléonien]
- ναπολιτάνικος -η -ο [napolitánikos] Ε5 : που έχει σχέση με τη Nεάπολη της Iταλίας: Nαπολιτάνικα τραγούδια. Nαπολιτάνικες καντσονέτες.
[Ναπολιτάν(ος) -ικος < παλ. ιταλ. Napolitano -ς < λατ. Neapolitanus < αρχ. Νεαπολίτης < Νεάπολις]
- ναργιλές ο [narjilés] & αργιλές ο [arjilés] Ο13 : είδος ανατολίτικης συσκευής καπνίσματος, που αποτελείται από ένα δοχείο με νερό, μέσα από το οποίο περνάει ο καπνός πριν φτάσει σε ένα μακρύ και ευλύγιστο σωλήνα, στο μαρκούτσι, που καταλήγει στο στόμα του καπνιστή: Πίνω / ρουφώ / καπνίζω το ναργιλέ.
[τουρκ. nargile (από τα περσ.) -ς· αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ton-na > tona > ton-a] ]
- νάρθηκας 1 ο [nárθikas] Ο5 : χώρος, συνήθ. στοά, που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού και όπου, κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, στέκονταν οι κατηχούμενοι.
[λόγ. < ελνστ. νάρθηξ, αιτ. -ηκα (πρβ. λαϊκό μσν. νάρθηκας)]
- νάρθηκας 2 ο : κατασκευή από ξύλο, σύρμα, χαρτόνι, μέταλλο ή άλλο υλι κό, όπου ακινητοποιούν ένα μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγ μα ή εξάρθρωση.
[λόγ. < αρχ. νάρθηξ, αιτ. -ηκα]
- ναρκαλιεία η [narkaliía] Ο25 : ανίχνευση, περισυλλογή και εξουδετέρωση των ναρκών ενός θαλάσσιου ναρκοπεδίου.
[λόγ. νάρκ(η) + αλιεία]
- ναρκαλιευτικός -ή -ό [narkalieftikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για τη ναρκαλιεία: ~ στόλος. Nαρκαλιευτικό σκάφος. || (ως ουσ.) το ναρκαλιευ τικό, ναρκαλιευτικό σκάφος.
[λόγ. ναρκ(αλιεία) + αλιευτικός]



