Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν
961 εγγραφές [191 - 200]
νεκρωτικός -ή -ό [nekrotikós] Ε1 : που προκαλεί ή που έχει υποστεί νέκρωση: Nεκρωτικά φάρμακα. ~ ιστός.

[λόγ. < ελνστ. νεκρωτικός]

νέκταρ το [néktar] Ο γεν. νέκταρος (χωρίς πληθ.) : 1.(μυθ.) το ποτό των θεών: Οι θεοί του Ολύμπου έπιναν το ~ και έτρωγαν την αμβροσία. || (επέκτ.) ποτό, συνήθ. κρασί, εξαιρετικά εύγευστο. 2. ο γλυκός χυμός των λουλουδιών, που συγκεντρώνουν οι μέλισσες και που τον μετατρέπουν σε μέλι.

[λόγ. < αρχ. νέκταρ]

νεκταρίνι το [nektaríni] Ο44 : ποικιλία ροδάκινου που έχει λεία φλούδα και σκληρή σάρκα, όπως το μήλο.

[γαλλ. ή αγγλ. nectarine < αρχ. νέκταρ (από τη γλυκιά του γεύση)]

νέμεση η [némesi] Ο33 : 1.η τιμωρία που επιβάλλεται από μία ανώτερη δύναμη σε όποιον παραβαίνει τους ηθικούς νόμους· θεία δίκη. 2. (μυθ.) Nέμεση, αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της δίκαιης θεϊκής εκδίκησης.

[λόγ. < αρχ. νέμε(σις) -ση]

νέμομαι [némome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.εκμεταλλεύομαι τα οικονομικά οφέλη που αποφέρει ένα αγαθό, συνήθ. παράνομα ή εκβιαστικά: Xρόνια ολόκληρα νέμεται την ξένη περιουσία / την περιουσία του πατέρα του. || (νομ.) έχω τη νομή ενός πράγματος. 2. εκμεταλλεύομαι, για το προσωπικό μου συμφέρον, τις δυνατότητες που μου δίνει η κατοχή μιας καίριας θέσης: Ορισμένοι ανώτεροι υπάλληλοι νέμονται τις υπηρεσίες του υπουργείου.

[λόγ. < αρχ. νέμομαι `κατέχω΄]

νένα η [néna] Ο25α : (λαϊκότρ.) παραμάνα, νταντά.

[λ. νηπιακή]

νενέ η [nené] Ο37 (συνήθ. στον εν.) : (λαϊκότρ.) γιαγιά.

[τουρκ. nene]

νενομισμένος -η -ο [nenomizménos] Ε3 : (λόγ.) νόμιμος, κυρίως στην έκφραση δίνω το νενομισμένο όρκο.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. νενομισμένως `κατά τον καθορισμένο τρόπο΄ < αρχ. ρ. νομίζεται `είναι έθιμο, συνήθεια΄]

νεο- [neo] & νεό- [neó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. δηλώνει ότι έγινε τώρα τελευταία, πρόσφατα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. νιο-): ~γέννητος, ~δίδακτος, ~σύστατος, ~φώτιστος, νεόχτιστος· νεόνυμφοι· νεοφερμένος. 2. δηλώνει τη μεταγενέστερη φάση του φιλοσοφικού, θρησκευτικού ή άλλου ρεύματος που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~θετικισμός, ~μαρξισμός, ~ρεαλισμός, ~φασισμός· ~ορθόδοξος. 3. σε λέξεις κυρίως επιστημονικές ή γενικότερα ειδικού λεξιλογίου για να δηλώσει το νεότερο στάδιο μιας διαβάθμισης: ~λιθικός, σε αντιδιαστολή προς τις ιστορικές υποδιαιρέσεις με α' συνθετικό: παλαιο-, μεσο- 1.

[λόγ.: 1: αρχ. νεο- θ. του επιθ. νέο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. νεό-πλουτος, ελνστ. νεο-φώτιστος· 2, 3: διεθ. neo- `νέας, πρόσφατης μορφής΄ < αρχ. νεο-: νεο-λογία, νεο-πλατωνισμός, νεο-λιθικός < γαλλ. néologie, néoplatonisme, néolithique, νεο-μυκίνη < διεθ. neo- + mycin]

νεοαποικιοκρατία η [neoapikiokratía] Ο25 : νέα μορφή αποικιοκρατίας, με την οποία μια μεγάλη δύναμη αποκτά οικονομική και πολιτική επιρροή σε οικονομικά αδύνατες χώρες.

[λόγ. νεο- + αποικιοκρατία μτφρδ. γαλλ. néo-colonialisme (néo- = νεο-)]

< Προηγούμενο   1... 18 19 [20] 21 22 ...97   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες