Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- νευρολογία η [nevrolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία του νευρικού συστήματος. || σύγγραμμα περί νευρολογίας.
[λόγ. < γαλλ. névrologie, neurologie < névro-, neuro- = νευρο- + -logie = -λογία]



