Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεστοριανισμός ο [nestorianizmós] Ο17 : η διδασκαλία του αιρετικού πατριάρχη Nεστόριου.
[λόγ. < μσνλατ. nestorianismus (-ismus = -ισμός) < nestorianus `οπαδός του Νεστόριου΄ < ελνστ. όν. Νεστόριος (πρβ. ελνστ. νεστοριασμός ίδ. σημ., νεστοριανίζω `ασπάζομαι τις ιδέες των Νεστοριανών΄)]