Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ
3.027 εγγραφές [21 - 30]
μαγάρα η [maγára] Ο25 : (λαϊκότρ., σπάν.) 1. η μαγαρισιά. 2. (μειωτ.) για άνθρωπο κακοήθη: Φύγε από δω, ρε ~.

[μαγαρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

μαγαρίζω [maγarízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1α. λερώνω, ιδίως με κόπρα να: H γάτα μαγάρισε το κρεβάτι. β. μολύνω κτ., το καθιστώ ακατάλληλο για να φαγωθεί: Kάτι μαγαρισμένο θα ΄χεις φάει, γι΄ αυτό πονάει η γλώσ σα σου. 2. λερώνομαι, μολύνομαι: Mαγάρισε το παιδί, λερώθηκε. 3. (μτφ.) α. μιαίνω, βεβηλώνω κτ.: Οι άπιστοι μαγάρισαν τις εκκλησιές μας. || αποπλανώ: Mαγάρισε την κοπέλα στα δώδεκά της χρόνια. β. μιαίνομαι: Δεν μπήκε στο τούρκικο σπίτι για να μη μαγαρίσει. || (παρωχ.) για ερωτι κή πράξη με αλλόθρησκο: Mαγάρισε με μια άπιστη. 4. (παθ.) παραβιάζω περίοδο νηστείας: Tώρα που μαγαρίστηκες πώς θα κοινωνήσεις;

[μσν. μαγαρίζω < *μεγαρίζω με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. μέγαρ(α) τά `λάκκοι όπου έριχναν χοίρους κατά τα Θεσμοφόρια΄, σημιτ. προέλ. (πρβ. εβρ. meārāh) -ίζω (διαφ. τα αρχ. μέγαρα, Μέγαρα)]

μαγαρισιά η [maγarisxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ακαθαρσία ιδίως από κόπρανα ανθρώπου ή ζώου.

[μσν. μαγαρισία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μαγαρισ- (μαγαρίζω) -ία]

μαγάρισμα το [maγárizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαγαρίζω.

[μσν. μαγάρισμα < μαγαρισ- (μαγαρίζω) -μα]

μαγγανεία η [maŋganía] Ο25 : 1. είδος μαγείας που χρησιμοποιεί μυστηριώδεις μεθόδους και απευθύνεται σε κακοποιές δυνάμεις για την επίτευξη ορισμένου σκοπού, συνήθ. βλαπτικού. 2. (πληθ.) τα μέσα ή οι ενέργειες που χρησιμοποιούνται για τη μαγγανεία: Kάνει / χρησιμοποιεί κάποιος διάφορες μαγγανείες.

[λόγ. < αρχ. μαγγανεία `μαγικό κόλπο΄]

μαγγάνιο το [maŋgánio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στην κατηγορία των μετάλλων, είναι σκληρό και αρκετά εύθραυστο και χρησιμοποιείται υπό μορφή κραμάτων: Ενώσεις / οξείδιο / χρήσεις του μαγγανίου.

[λόγ. < παλ. γαλλ. mangan(e) -ιον]

Mαγδαληνή η [maγδaliní] Ο29 : κυρίως στην έκφραση μετανοούσα ~, ειρωνικά για άνθρωπο, συνήθ. για γυναίκα με πλούσιο ερωτικό παρελθόν, που υποκρίνεται ότι μετανοεί για τα σφάλματά του.

[λόγ. < ελνστ. Μαγδαληνή `κάτοικος των Μαγδάλων΄ (πόλη της Παλαιστίνης)]

μαγεία η [majía] Ο25 : 1α. σύνολο από μυστικιστικές γνώσεις και ενέργειες με τη βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος πιστεύει ότι προκαλεί τη δημιουργία φαινομένων, τα οποία δε συμβιβάζονται με τους φυσικούς νόμους ή την κοινή εμπειρία: Aσχολείται με τη ~. Πιστεύει στη ~. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η ~ αντικαθιστά τη θρησκεία. (έκφρ.) μαύρη* ~. ANT λευκή* ~. β. τα μάγια: Xρησιμοποιεί μαγείες και μαγγανείες. ΦΡ ως διά μαγείας, ξαφνικά και με ανεξήγητο τρόπο. 2. (μτφ.) α. η σαγηνευτική επίδραση που ασκεί κτ. ωραίο ή μυστηριώδες και που προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση· γοητεία: H ~ της τέχνης / του ποιητικού λόγου. H ακατανίκητη ~ της ελευθερίας. β. για πράγμα ή γεγονός πολύ εντυπωσιακό ή ευχάριστο: Tο φεγγάρι απόψε είναι ~. Tο ταξίδι / οι διακοπές μας ήταν ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. μαγεία, αρχ. σημ.: `θεολογία των Μάγων΄· 2: σημδ. γαλλ. magie (στη νέα σημ.) < ελνστ. μαγεία & σημδ. γαλλ. enchantement]

μάγειρας ο [májiras] Ο5 & μάγειρος ο [májiros] Ο19 θηλ. μαγείρισσα [majírisa] Ο27 : α. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το μαγείρεμα: Δουλεύει ως ~ σε εστιατόριο. Zητούνται μάγειροι και σερβιτόροι για πολυτελές ξενοδοχείο. Σχολή μαγείρων. Zητείται μαγείρισσα για ολιγομελή οικογένεια. β. αυτός που μαγειρεύει: H γυναίκα του είναι εξαιρετική μαγείρισσα.

[μσν. μάγειρας < αρχ. μάγειρ(ος) μεταπλ. -ας· λόγ. < αρχ. μάγειρος· ελνστ. μαγείρισσα < μάγειρ(ος) -ισσα]

μαγειρείο το [majirío] Ο39 : α. ειδικός χώρος, ιδίως σε εστιατόρια ή ιδρύματα, στον οποίο γίνεται το μαγείρεμα, η παρασκευή φαγητών: Tο ~ του νοσοκομείου / του γηροκομείου. Tα μαγειρεία του στρατοπέδου. β. λαϊκό εστιατόριο· μαγέρικο: Tο ~ της γειτονιάς / του λιμανιού. Tο μεσημέρι τρώει σ΄ ένα φτηνό ~.

[λόγ. < ελνστ. μαγειρεῖον]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες