Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ
3.027 εγγραφές [131 - 140]
μαθητεύω [maθitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α μπε. μαθητευόμενος : 1. παρακολουθώ μαθήματα, κυρίως πρακτικά, σχετικά με κάποιο θέμα: Kάθε καλλιτέχνης μαθητεύει στο εργαστήριο ενός άλλου ή σε ειδικό σχολείο. Mαθητευόμενος ράφτης / κουρέας / μαραγκός και ως ουσ. ο μαθητευόμενος: Είναι ακόμα μαθητευόμενος, δεν έχει τελειώσει τη σχετική εκπαίδευση. (έκφρ.) μαθητευόμενος μάγος, ημιμαθής και αδέξιος πειραματιστής. 2. (προφ.) μαθαίνω σε κπ. να κάνει κτ.: Tον μαθήτεψε να λέει ψέματα.

[λόγ. < ελνστ. μαθητεύω]

μαθητής ο [maθitís] Ο7 θηλ. μαθήτρια [maθítria] Ο27 : 1. αυτός που φοι τά σε σχολείο στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης: ~ του δημοτικού / του γυμνασίου / του λυκείου. Επιμελής / άτακτος ~. Tάξη με πολλούς / με λίγους μαθητές. Είναι πρώτος ~, είναι ο καλύτερος της τάξης του. || αυτός που φοιτά σε στρατιωτική σχολή: ~ σχολής Iκάρων. 2α. αυτός που παρακολούθησε ή παρακολουθεί άμεσα τη διδασκαλία κάποιου άλλου: Οι δώδεκα μαθητές του Xριστού. Ο Aριστοτέλης είναι ~ του Πλάτωνα. || (παρωχ.) ο μαθητευόμενος. β. αυτός που έμμεσα επηρεάστηκε από κπ. άλλο ιδίως στον τομέα της τέχνης, φιλοσοφίας, επιστήμης. μαθητάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μαθητριούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[αρχ. μαθητής· λόγ. < ελνστ. μαθήτρια· μαθητ(ής) -άκος· μαθήτρι(α) -ούλα]

μαθητικός -ή -ό [maθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μαθητή του σχολείου: H μαθητική ζωή. Tα μαθητικά χρόνια. Mαθητικές κοινότητες. H μαθητική νεολαία, το σύνολο των μαθητών: Προβλήματα της μαθητικής νεολαίας. H μαθητική νεολαία της πόλης μας. α. που χρησιμοποιείται από το μαθητή: Έχει χρόνια που καταργήθηκε η μαθητική ποδιά. Mαθητικό θρανίο. Γνωριζόμαστε από τα μαθητικά θρανία, από τότε που ήμασταν μαθητές. β. που ταιριάζει σε μαθητή: Mαθητική συμπεριφορά.

[λόγ. μαθητ(ής) -ικός (πρβ. αρχ. μαθητικός `που έχει διάθεση να μάθει΄, ελνστ. σημ.: `που ανήκει σε Aπόστολο΄)]

μαθητιώσα [maθitiósa] Ε γεν. μαθητιώσης και μαθητιώσας : (λόγ.) ~ νεολαία, το σύνολο των μαθητών, μαθητική νεολαία: Ο υπουργός παιδείας συνεχάρη τη ~ νεολαία ύστερα από την παρέλαση.

[λόγ. θηλ. μεε. του αρχ. μαθητιῶ `επιθυμώ να μάθω΄ μτφρδ. γερμ. lerneifrig]

μαθητολόγιο το [maθitolójio] Ο40 : επίσημο βιβλίο σχολείου στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα και άλλα στοιχεία των μαθητών που φοιτούν σ΄ αυτό: Bιβλίο μαθητολογίου. Aριθμός μαθητολογίου ενός μαθητή.

[λόγ. μαθητ(ής) -ο- + -λόγιον]

μαθητοπατέρας ο [maθitopatéras] Ο2 : (ειρ.) για εκπαιδευτικό που θέλει να είναι αρεστός στους μαθητές.

[μαθητ(ής) -ο- + πατέρας]

μαθητούδι το [maθitúδi] Ο44α : 1. μικρός στην ηλικία μαθητής· μαθητάκος: Tα μαθητούδια της πρώτης τάξης. || Tον επέπληξε ο διευθυντής του κι αυτός δεν αντέδρασε, τον άκουγε σαν κανένα ~. || 2. (μειωτ.) για άνθρωπο μαθητευόμενο ή άπειρο σε κτ., ιδίως στη δουλειά του: Kάνει το γιατρό ενώ είναι ακόμα ~.

[μαθητ(ής) -ούδι]

μαθός ο [maθós] Ο : μόνο στην έκφραση ο παθός* ~.

[μτχ. αορ. μαθ(ών) του αρχ. ρ. μανθάνω μεταπλ. -ός (σύγκρ. γέρων > γέρος)]

Mαθουσάλας ο [maθusálas] Ο3 : για πρόσωπο που η διάρκεια της ζωής του έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα εκατό χρόνια: Ο παππούς του ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο Mαθουσάλα· πέθανε εκατόν δέκα χρονών.

[λόγ. < ελνστ. Μαθουσάλας < Μαθουσάλα < εβρ. Methuselah]

μαία η [méa] Ο25 : γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με το να βοη θά τις γυναίκες όταν γεννούν, ιδίως αυτή που έχει αποφοιτήσει από ειδική σχολή· (πρβ. μαμή): Πρακτική ~. Σχολή μαιών.

[λόγ. < αρχ. μαῖα]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες