Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπόμπα 1 η [bomba] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) η βόμβα. 2. (μτφ., προφ.) α. για κτ. συνήθ. στρογγυλό, πολύ μεγαλύτερο από το συνηθισμένο: Mπόμπες είναι τα μήλα. β. για κτ. που είναι πολύ καλά φτιαγμένο ή σε πολύ καλή κατάσταση: ~ έγινε το αυτοκίνητο. Mετά το σέρβις έγινε ~ το μηχανάκι. 3. (προφ.) κακής ποιότητας ή νοθευμένο αλκοολούχο ποτό: Ήπιαμε κάτι μπόμπες χτες βράδυ και ξύπνησα με πονοκέφαλο.
[ιταλ. bomba (ηχομιμ.)]
- μπόμπα 2 η : (προφ.) μεγάλο βαρέλι συνήθ. κοντόχοντρο ή άλλο δοχείο αντίστοιχου μεγέθους, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση ιδίως υγρών ή αερίων: Mία ~ με κρασί / με υγραέριο.
[< μπόμπα 1]
- μπομπάρδα η [bombárδa] Ο25α : 1α. είδος παλαιού κανονιού που εκτόξευε μεγάλα βλήματα, συνήθ. πέτρινα. β. είδος παλαιού πολεμικού ιστιοφόρου. 2. είδος μουσικού οργάνου.
[μσν. μπομπάρδα < ιταλ. bombarda]
- μπομπέ [bobé] & πομπέ [pombé] Ε (άκλ.) : που είναι ημισφαιρικός ή γενικά κυρτός: ~ καπέλο / κουμπί. ~ βίδα, με κυρτό κεφάλι.
[λόγ. < γαλλ. bombé· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς αρσ. και θηλ. ουσ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]
- μπομπή η [bombí] Ο29 : (λαϊκότρ.) η πομπήII.
[μσν. μπομπή < αρχ. πομπή (η σημ. μσν. κατά το πομπεύω) με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]
- μπομπίνα η [bombína] Ο25 : αντικείμενο, συνήθ. κυλινδρικό, στο οποίο τυλίγοντας μαζεύουν ιδίως νήματα, καλώδια ή ταινίες.
[ιταλ. bobina]
- μπόμπιρας ο [bóbiras] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (οικ.) για αγόρι, συνήθ. μικρόσωμο και έξυπνο ή σκανταλιάρικο. 2. ο μπάμπουρας.
[μτφ. από το έντομο μπόμπιρας (ηχομιμ.) `είδος χρυσοκάνθαρου΄]
- μπομπονιέρα η [bobonéra] & (προφ.) μπουμπουνιέρα η [bubunéra] Ο25α : μικρή ποσότητα από κουφέτα ειδικά συσκευασμένα που μοιράζεται στους καλεσμένους σε γάμους ή σε βαφτίσια: ~ από τούλι. Nέες κοπέλες μοίραζαν τις μπομπονιέρες.
[ιταλ. bomboniera· [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b] ]
- μπόμπος ο [bóbos] Ο18 : (προφ.) για σκανταλιάρικο μικρό αγόρι.
[λ. νηπιακή(;)]
- μπομπότα η [bobóta] Ο25α : ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι.
[αλβ. bobot(;) -α]