Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μού
158 εγγραφές [141 - 150]
μουτρώνω [mutróno] Ρ1α μππ. μουτρωμένος* : δυσαρεστούμαι ή θυμώνω και συγχρόνως εκδηλώνω το συναίσθημα αυτό στο πρόσωπό μου: Mούτρωσε αλλά θα της περάσει.

[μούτρ(ο) -ώνω]

μούτσος ο [mútsos] Ο18 : αγόρι ή έφηβος που δουλεύει σε πλοίο με σκοπό να εκπαιδευτεί στο ναυτικό επάγγελμα.

[ιταλ. mozzo (ισπαν. mozo `αγό ρι΄) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ή από κλειστή προφ. του [o] στις νότ. ιταλ. διαλέκτους)]

μουτσούνα η [mutsúna] Ο25α : (παρωχ.) μάσκα ιδίως αποκριάτικη. || (επέκτ.) το πρόσωπο. μουτσουνάρα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. *μουτσούνα (πρβ. μσν. μούτσουνον, χονδρομουτσούνα) < μσν. μουσούνα ( [t > ts] ) < ιταλ. (νότ. διάλ;) musone `που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια΄ ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.) θηλ. κατά το φάτσα· μουτσούν(α) -άρα]

μούφα η [múfa] Ο25α : μικρός σωλήνας που χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο άλλους συνεχόμενους.

[ίσως αγγλ. muff ή γαλλ. mouffle αναλ. προς το βάνα]

μουφλόν το [muflón] Ο (άκλ.) : 1. είδος προβάτου. 2. το ύφασμα που γίνεται από το μαλλί αυτού του ζώου: Zακέτα από ~. || (ως επίθ.): Mαλλί / ύφασμα ~.

[λόγ. < γαλλ. mouflon]

μουφλουζεύω [mufluzévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) χρεοκοπώ, φτωχαίνω.

[μουφλούζ(ης) -εύω]

μουφλούζης ο [muflúzis] Ο11 θηλ. μουφλούζα [muflúza] Ο25α : (λαϊκότρ.) 1. αυτός που έχει χρεοκοπήσει και με επέκταση ο φτωχός. 2. (μτφ.) ο κακομοίρης.

[μσν. μουφλούζης < τουρκ. müflis (από τα αραβ.) -ης· μουφλούζ(ης) -α]

μουφτής ο [muftís] Ο8 : μουσουλμάνος θεολόγος και ιδίως ερμηνευτής των σχετικών νόμων με θρησκευτικές, δικαστικές και αστικές δικαιοδοσίες. || θρησκευτικός αρχηγός μουσουλμανικής κοινότητας στην Ελλάδα: Ο ~ της Ξάνθης / της Kομοτηνής.

[τουρκ. müfti < αραβ. muftī]

μουχαλεμπί το [muxalebí] Ο43 : γλύκισμα τουρκικής προέλευσης με γάλα και ρυζάλευρο.

[τουρκ. muhallebi (από τα αραβ.)]

μουχαλέπι το [muxalépi] Ο44 : είδος μπαχαρικού.

[αραβ.(;)]

< Προηγούμενο   1... 12 13 14 [15] 16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες