Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 76 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικρογραφία η [mikroγrafía] Ο25 : 1. ζωγραφιά της οποίας οι μορφές και τα αντικείμενα έχουν πολύ μικρές διαστάσεις· μινιατούρα: Bυζαντινά χειρόγραφα με ωραιότατες μικρογραφίες. || αντικείμενο τέχνης μικρών διαστάσεων· μινιατούρα. 2. (μτφ.) για κτ. όμοιο αλλά ποσοτικά μικρότερο από κτ. άλλο: Ένα κόμμα πολύ μικρό ή μάλλον μια ~ κόμματος. (έκφρ.) σε ~, σε μικρότερη κλίμακα: Tο Bατικανό, όπου σε ~ διατηρείται ακόμα η μεσαιωνική εξουσία του πάπα.
[λόγ. μικρο- 1 + -γραφία κατά το αλληλογραφία (διαφ. το μσν. μικρογραφία `γραφή με βραχύ φωνήεν΄)]
- μικροδείχνω [mikroδíxno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. μικρόδειχνα : (για πρόσ.) φαίνομαι μικρότερης ηλικίας από ό,τι πραγματικά είμαι. ANT μεγαλοδείχνω.
[μικρο- 1 + δείχνω]
- μικροδιαφορά η [mikroδiaforá] Ο24 : μικρή, ασήμαντη διαφορά: Kάθε γραπτή γλώσσα παρουσιάζει μικροδιαφορές από την αντίστοιχη προφορική. Tον σκότωσε για κτηματικές μικροδιαφορές.
[λόγ. μικρο- 1 + διαφορά]
- μικροέξοδο το [mikroéksoδo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : μικρά καθημερινά έξοδα.
[λόγ. μικρο- 1 + έξοδον]
- μικροέπιπλο το [mikroépiplo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : μικρό σε μέγεθος έπιπλο: Σκαμπό, τραπεζάκια και άλλα μικροέπιπλα.
[λόγ. μικρο- 1 + έπιπλον]
- μικροζημιά η [mikrozimná] Ο24 : ζημιά ασήμαντη, μικρής έκτασης: Ευτυχώς ο σεισμός προκάλεσε μόνο μικροζημιές.
[μικρο- 1 + ζημιά]
- μικροϊδιοκτήτης ο [mikroiδioktítis] Ο10 μικροϊδιοκτήτρια [mikroiδio ktítria] Ο27 : ιδιοκτήτης μικρής ακίνητης περιουσίας.
[λόγ. μικρο- 1 + ιδιοκτήτης· λόγ. μικροϊδιοκτή(της) -τρια]
- μικροκαλλιεργητής ο [mikrokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί μικρής έκτασης γη.
[λόγ. μικρο- 1 + καλλιεργητής]
- μικροκαμωμένος -η -ο [mikrokamoménos] Ε3 : (ιδ. για πρόσ.) που το σώμα και τα μέλη του έχουν μικρές διαστάσεις: Mικροκαμωμένη γυναίκα.
[μικρο- 1 + καμωμένος μππ. του κάνω]
- μικροκομματικός -ή -ό [mikrokomatikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από μικροκομματισμό: Mικροκομματικά συμφέροντα.
[λόγ. μικρο- 1 + κομματικός]



