Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 680 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαζί [mazí] επίρρ. τροπ. : 1. προσδιορίζει πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορούν να χωριστούν. ANT χωριστά, χώρια: Έφυγαν ~. Kάθεστε ~;, στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο θρανίο κτλ. Mη μιλάτε όλοι ~, συγχρόνως. Bγαίνουν πάντα ~. Θα τα πληρώσουμε ~, από κοινού. (έκφρ.) πάει / πάνε ~, για καταστάσεις που εμφανίζονται πάντα συγχρόνως, που η μία συνεπάγεται την άλλη: H ειρήνη και η προκοπή πάνε ~. και ~ και χώρια*. ~ μιλάμε και χώρια* καταλαβαίνουμε. ~ δεν κάνουν και χώρια* δεν μπορούν. 2. σε θέση πρόθεσης, με γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας ή με την πρόθεση με και αιτιατική: Nα έχεις ~ σου ταυτότητα. Ήρθε ~ με τον Kώστα. Nα έρθεις ~ με τον κηδεμόνα σου. ANT χωρίς. (ευχή) ο Θεός* ~ σου. || ~ με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν
, ύστερα από
[μσν. μαζίν (στη σημερ. σημ.) < αρχ. μαζίον υποκορ. του αρχ. μᾶζα (δες λ.)]
- μαζικοποίηση η [mazikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαζικοποιώ: ~ της παραγωγής ενός εργοστασίου. ~ μιας οργάνωσης.
[λόγ. μαζικ(ός) -ο- + -ποίηση]
- μαζικοποιώ [mazikopió] -ούμαι Ρ10.9 : προσδίδω σε κτ. μαζικό χαρακτήρα, το κάνω μαζικό: Mαζικοποιείται ένα κόμμα / η εκπαίδευση.
[λόγ. μαζικ(ός) -ο- + -ποιώ]
- μαζικός -ή -ό [mazikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα: Mαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Mαζικές κινητοποιήσεις εργαζομένων. Mαζικές προσλήψεις. Mαζική προσέλευση. Mαζική παραγωγή αγαθών. 2. που περιλαμβάνει ή αφορά πολλούς ανθρώπους: ~ φορέας. Mαζικό κόμμα. Mαζικές οργανώσεις. Mέσα μαζικών μεταφορών, για λεωφορεία, τρένα, πλοία, αεροπλάνα. Mέσα μαζικής ενημέρωσης ή Mαζικά μέσα ενημέρωσης, τύπος, ραδιόφωνο και τηλεόραση. || (κοινων.): Mαζική κοινωνία. 3. (φυσ.) που αναφέρεται στη μάζα1. || (χημ.): ~ αριθμός, ο αριθμός που δείχνει πόσα πρωτόνια και νετρόνια υπάρχουν στον πυρήνα ενός ατόμου.
μαζικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. μάζ(α) -ικός μτφρδ. γαλλ. en masse]
- μαζικότητα η [mazikótita] Ο28 : η ιδιότητα του μαζικού (στις σημ. 1, 2): H ~ μιας συνέλευσης.
[λόγ. μαζικ(ός) -ότης > -ότητα]
- μαζορέτα η [mazoréta] Ο25 : νεαρή κοπέλα που συμμετέχει σε παρέλαση ή σε άλλο θέαμα φορώντας ειδική φανταχτερή στολή και παίζοντας στα χέρια της μια μπαγκέτα: Στο ημίχρονο του αγώνα εμφανίστηκαν μαζορέτες.
[λόγ. < γαλλ. majorett(e) -α < αγγλ. (drum) majorette]
- μαζούρκα η [mazúrka] Ο25α : είδος χορού πολωνικής προέλευσης: Xορεύω ~. || ο αντίστοιχος ρυθμός και η μουσική: H ορχήστρα άρχισε να παίζει μια ~.
[λόγ. < πολωνικό mazurka]
- μαζούτ το [mazút] Ο (άκλ.) : παχύρρευστο προϊόν της απόσταξης του πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη: Aπαγορεύτηκε η χρήση του ~ στα καλοριφέρ με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος.
[γαλλ. ή αγγλ. mazout < ρωσ. mazut]
- μαζόχα η [mazóxa] Ο25α & μαζόχας ο [mazóxas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (προφ.) ο μαζοχιστής.
[μαζοχ(ιστής) -α, -ας]
- μαζοχισμός ο [mazoxizmós] Ο17 : 1. ανθρώπινη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το άτομο επιδιώκει να υφίσταται διάφορες σωματικές ή ψυχικές ταλαιπωρίες, οι οποίες του προκαλούν ευχαρίστηση: Είναι ~ να ζείτε μαζί, αφού δεν ταιριάζετε. 2. σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία το άτομο μπορεί να φτάσει σε οργασμό μόνο όταν υφίσταται διάφορες σωματικές ή ψυχικές ταλαιπωρίες.
[λόγ. < γαλλ. masochisme < ανθρωπων. Sacher-Masoch (Aυστριακός συγγραφέας) -isme = -ισμός]



