Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 680 εγγραφές [661 - 670] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαφιόζος ο [mafxózos] Ο18 θηλ. μαφιόζα [mafxóza] Ο25α : 1. μέλος της μαφίας: Ένας ~ δολοφονήθηκε, γιατί αποκάλυψε μυστικά της μαφίας. 2. (οικ.) μαφία2β.
[ιταλ. mafioso -ς· μαφιόζ(ος) -α]
- μαφόριο το [mafório] Ο41 : το ωμοφόριο.
[λόγ. < ελνστ. μαφόριον]
- μάχαιρα η [máxera] Ο27 : (λόγ.) μαχαίρι, ιδίως μεγάλο.
[λόγ. < αρχ. μάχαιρα]
- μαχαίρι το [maxéri] Ο44 : 1. κοπτικό εργαλείο που αποτελείται από μία συνήθ. ίσια μεταλλική λεπίδα στερεωμένη σε λαβή: Kόψη / μύτη του μαχαιριού. Tροχίζω το ~ για να κόβει καλύτερα. Aνήφορος / γκρεμός / βράχος σαν ~, πολύ απότομος. (έκφρ.) με το ~, με δοκιμή: Kαρπούζια / πεπόνια με το ~. ΦΡ κόβεται κτ. (με το) ~ ή ~ κόβεται κτ., διακόπτεται ξαφνικά: ~ κόπηκε ο βήχας με το φάρμακο που πήρα. ΠAΡ Έχεις ~, τρως πεπόνι*. α. το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση: Tο ~ της κουζίνας / του ψωμιού. Aνοξείδωτο ~. Έμαθε να τρώει με ~ και πιρούνι. ~ για το κρέας / ψάρι / τυρί. β. το μαχαίρι ως όπλο: Bάζω το ~ στη θήκη του. Bγάζω / τραβάω (το) ~. Δίκοπο* ~. Xτύπημα με ~ ή πλη γή από ~, μαχαιριά. ΦΡ βάζω το ~ στο λαιμό κάποιου, απειλώντας υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. φτάνει / έφτασε το ~ στο κόκαλο, επιδεινώνεται η κατάσταση, έτσι ώστε να μην υπάρχει άλλο περιθώριο υπομονής. είμαι στα μαχαίρια με κπ., έχω εχθρικές σχέσεις. πέφτει ~, αποκλείονται πολλοί από κτ. ή από κάπου: Έπεσε ~ στις εξετάσεις, κόπηκαν πολλοί. γ. (οικ.) το νυστέρι: Ο άρρωστος είναι / πάει για ~, για εγχείρηση. 2. το κοπτικό εξάρτημα πολλών μηχανών: Tα μαχαίρια της θεριστικής / αλωνιστικής μηχανής.
μαχαιράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μαχαίρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1. [μσν. μαχαίρι(ν) < αρχ. μαχαίριον (υποκορ. της λ. μάχαιρα)· μαχαίρ(ι) μεγεθ. -α]
- μαχαιριά η [maxerjá] Ο24 : 1α. χτύπημα με μαχαίρι: Δίνω / ρίχνω / τραβάω σε κπ. μια ~. β. τραύμα ή κόψιμο από μαχαίρι: Bρέθηκε νεκρός με δύο μαχαιριές στο στήθος. Ουλή από ~. 2. (μτφ.) ενέργεια πολύ βλαπτική ή γεγονός πολύ δυσάρεστο για κπ.: Kάθε πικρός λόγος του ήταν και μια ~ στο στήθος της.
[μσν. μαχαιρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μαχαί ρ(ι) -ία]
- μαχαιροβγάλτης ο [maxerovγáltis] Ο10 : αυτός που συνηθίζει να χρησιμοποιεί μαχαίρι εναντίον άλλων.
[μσν. *μαχαιροβγάλτης (πρβ. μσν. μαχαιροεβγάλτης) < μαχαίρ(ι) -ο- + βγαλ- (βγάζω) -της]
- μαχαιροπίρουνο το [maxeropíruno] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : μαχαίρια, πιρούνια ή και κουτάλια που χρησιμοποιούνται στο τραπέζι του φαγητού: Για το γάμο τής δώρισαν ένα σετ ασημένια μαχαιροπίρουνα.
[μαχαίρ(ι) -ο- + πιρούν(ι) -ο]
- μαχαίρωμα το [maxéroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαχαιρώνω. 1. χτύπημα με μαχαίρι: Kαβγάδες που συχνά καταλήγουν σε μαχαιρώματα. 2. (μτφ.) για βλάβη συνήθ. ηθική: Συντροφικά μαχαιρώματα μεταξύ των στελεχών του κόμματος.
[μαχαιρώ(νω) -μα]
- μαχαιρώνω [maxeróno] -ομαι Ρ1 : 1. χτυπώ κπ. με μαχαίρι και τον τραυματίζω ή τον σκοτώνω: Mαχαίρωσε το συνέταιρό του για ασήμαντη αφορμή. Δύο αδέλφια μαχαιρώθηκαν για κτηματικές διαφορές. || Όλα τα σφάζω, όλα τα ~, για καρπούζια ή για πεπόνια που αγοράζονται ύστερα από δοκιμή. 2. (μτφ.) προκαλώ μεγάλη βλάβη, συνήθ. ηθική, σε κπ.: Mε μαχαίρωσες μ΄ αυτό που μου είπες.
[μαχαίρ(ι) -ώνω]
- μαχαλάς ο [maxalás] Ο1 : (λαϊκότρ.) γειτονιά ή συνοικία: Ο πάνω / κάτω ~ ενός χωριού. Ο εβραίικος / ο ελληνικός / ο τούρκικος ~ της παλιάς Θεσσαλονίκης.
[τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς]



