Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 680 εγγραφές [611 - 620] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματοτσίνορο το [matotsínoro] & ματοτσίνουρο το [matotsínuro] Ο41 : (σπάν.) η βλεφαρίδα.
[μάτ(ι) -ο- + τσίνορο, τσίνουρο]
- ματόφυλλο το [matófilo] Ο41 : (λογοτ.) το βλέφαρο.
[ελνστ. ή μσν. ὀμματόφυλλον (με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oma > toma > to-ma] ) < ομματ- (όμμα) -ο- + φύλλον]
- ματόχαντρο το [matóxandro] Ο41 : χάντρα μπλε χρώματος που τη βάζουν ιδίως στα μωρά για να τα προστατεύουν από το μάτιασμα.
[μάτ(ι) -ο- + χάντρ(α) -ο]
- ματρόνα η [matróna] Ο25α : 1. (σπάν.) μεγαλόσωμη γυναίκα. 2. (λαϊκ.) η μαστροπός.
[ελνστ. ματρῶνα `παντρεμένη γυναίκα, οικοδέσποινα΄ (δείνωση της σημ.) < λατ. matrona (ορθογρ. απλοπ.)]
- ματς το [máts] Ο (άκλ.) : 1. αθλητικός αγώνας μεταξύ δύο ομάδων, ιδίως ποδοσφαιρικών, ή ατόμων: Tο ~ έληξε με ισοπαλία. Οι φίλαθλοι παρακολούθησαν ένα συναρπαστικό ~. Φιλικό ~, ανεπίσημο και χωρίς βαθμολογική σημασία. 2. (προφ.) καβγάς: Είχαμε ένα ~ χτες στο γραφείο.
[αγγλ. match]
- ματς μουτς [máts múts] (άκλ.) : (προφ., οικ.) ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του φιλιού: Aγκαλιάστηκαν και ~ φιλήθηκαν. || (ως ουσ.) τα ματς μουτς, τα φιλιά: Mόλις συναντιούνται αρχίζουν τα ~.
[ηχομιμ. (πρβ. μα ουσ.)]
- ματσαράγκα η [matsaráŋga] Ο25α & ματσαραγκιά η [matsaran
á] Ο24 : (λαϊκ.) απάτη, δόλος: Bγήκαν στη φόρα οι ματσαράγκες του. [ιταλ. mazzaranga, mazzeranga `κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών, πράξη κατάλληλη για εξομάλυνση δυσκολιών και κατανίκηση της υποψίας΄· ματσαράγκ(α) -ιά]
- μάτσο το [mátso] Ο39 : 1. σύνολο από όμοια και συνήθ. επιμήκη αντικείμενα δεμένα ή στερεωμένα έτσι ώστε να εφάπτονται, να είναι στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση και συνήθ. να είναι δυνατό να κρατηθούν με το ένα χέρι· (πρβ. δέσμη): Ένα ~ κρεμμυδάκια / πράσα / χιλιάρικα. 2. μεγάλο πλήθος: Γνώρισα ένα ~ τέτοιους παλιανθρώπους. ΦΡ ένα ~ χάλια, για πολύ κακή κατάσταση. || (ως επίρρ.): Έβγαλε από την τσέπη του ~ τα χιλιάρικα.
ματσάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ κλωστές για κέντημα. [μσν.(;) μάτσο < ιταλ. mazzo]
- ματσό [matsó] Ε (άκλ.) : (προφ.) που έχει πολλά χρήματα· ματσωμένος: Πρέπει να είναι αρκετά ~ για να κυκλοφορεί με τέτοιο αμάξι. || (ως ουσ.): Ήρθαν κάτι ~ και έκαναν φιγούρα.
[σύντμ. του ματσ(ωμένος) -ό]
- ματσόλα η [matsóla] Ο25α : είδος ξύλινου σφυριού.
[ιταλ. mazzola]



