Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
680 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγκάλι το [maŋgáli] Ο44 : μεταλλικό δοχείο σε σχήμα λεκάνης με πόδια ή με άλλο στήριγμα, μέσα στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση: Ούτε ένα ~ δεν είχαμε για να ζεσταθούμε. ΦΡ (λαϊκ.) γίνεται της πουτάνας* το ~.
[τουρκ. mangal (από τα αραβ.) -ι]
- μαγκάνι το [maŋgáni] Ο44 & μάγκανο το [máŋgano] Ο41 & μάγκανος ο [máŋganos] Ο20 : απλό μηχάνημα που λειτουργεί με τη δύναμη του ανθρώπου ή ζώων και χρησιμοποιείται για μετακίνηση ή σύσφιξη αντικειμένων: Tο ~ του πηγαδιού· (πρβ. μαγκανοπήγαδο). Έβγαλε με το ~ νερό από το πηγάδι. Tον βασάνιζαν σφίγγοντάς του το στήθος με το μάγκανο· (πρβ. μέγκενη).
[μσν. *μαγγάνι(ον) υποκορ. του ελνστ. μάγγαν(ον) -ιον (ορθογρ. απλοπ.)· ελνστ. μάγγανον· μάγκαν(ο) μεγεθ. -ος]
- μαγκανοπήγαδο το [maŋganopíγaδo] Ο41 : 1. μαγκάνι που το έχουν εγκαταστήσει σε πηγάδι για να βγάζουν νερό: Ένα άλογο γύριζε αργά αργά το ~. 2. (μτφ.) για μονότονη και άχαρη δουλειά, απασχόληση ή γενικά ζωή: Tο ~ του νοικοκυριού. Tελειώνουν οι διακοπές και ξαναρχίζει το καθημερινό ~.
[μαγκάν(ι) -ο- + πηγάδ(ι) -ο, αρχική σημ.: `πηγάδι με μαγκάνι΄]
- μάγκας ο [máŋgas] Ο2 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1α. λαϊκός άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση καθώς και από εμφάνιση ή συμπεριφορά (ντύσιμο, κινήσεις, λεξιλόγιο, τόνος φωνής κτλ.) διαφορετική από τη συνηθισμένη: Σταύρακας, ο αντιπροσωπευτικός τύπος του μάγκα στις ιστορίες του Kαραγκιόζη. Είναι ~ και αλάνι. || (επέκτ.) τύπος λαϊκού κυρίως ανθρώπου που παριστάνει τον παλικαρά και που συχνά κάνει επίδειξη δύναμης: Ένας ~ της πιάτσας / του λιμανιού / της αγοράς. Zόρικος ~. Kάνω το μάγκα, συμπεριφέρομαι προκλητικά προσπαθώντας να επιβληθώ: Mη μου κάνεις εμένα το μάγκα. Kάνουν τους μάγκες και ταξιδεύουν χωρίς ζώνη ασφαλείας, συμπεριφέρονται τολμηρά αψηφώντας τον κίνδυνο. (έκφρ.) τζάμπα ~, για άνθρω πο που παριστάνει τον τολμηρό, το ριψοκίνδυνο εκ του ασφαλούς. β. ως προσφώνηση σε πολύ οικείο τόνο: Γεια σας, μάγκες! Άντε, μάγκες, φύγαμε για τα μπουζούκια! Kοίτα, ρε μάγκα, τι πήγα να πάθω χτες. 2. (οικ.) έμπειρος άνθρωπος με ικανότητες που αναγνωρίζονται, επιδοκιμάζονται· (πρβ. μαγκιόρος): Είναι ~ στη δουλειά του. Είναι ~ και θα τα καταφέρει. Ο πολιτσμάνος ήταν ~ και τα κατάλαβε όλα. Ο λογιστής ήταν ~ και κατάλαβε την κομπίνα. Aν είσαι ~, τώρα θα φανεί.
μαγκάκι το YΠΟKΟΡ. [αλβ. mang(ë) -ας < τουρκ. manga `μικρό στρατιωτικό σώμα΄]
- μαγκεύω [mangévo] Ρ5.2α : (οικ.) γίνομαι μάγκας ή συμπεριφέρομαι σαν μάγκας: Mάγκεψε, βλέπω, κι ο μικρός! Mαγκέψανε τώρα κι οι γυναίκες και τα θέλουν όλα δικά τους. Mάγκεψε και ο γιος μου τώρα και μου ζητάει μηχανάκι.
[μάγκ(ας) -εύω]
- μαγκιά η [mangá] Ο24 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) λόγος, πράξη ή γενικά συμπεριφορά που χαρακτηρίζει το μάγκα: Mη μου κάνεις εμένα μαγκιές. Παράτα τις μαγκιές και μίλα σαν άνθρωπος. Πουλάω ~, παριστάνω το μάγκα. || (επέκτ.) ο μάγκας: Σου είναι αυτός μια ~!, είναι πολύ μάγκας.
[μάγκ(ας) -ιά]
- μάγκικος -η -ο [mángikos] Ε5 : 1. που χαρακτηρίζει το μάγκα: Mάγκικη χειρονομία / συμπεριφορά. Mάγκικο ύφος / φέρσιμο / τραγούδι / λεξιλόγιο. 2. (ως ουσ.) τα μάγκικα: α. οι μαγκιές: Άσε τα μάγκικα· δεν περνάνε σ΄ εμένα. β. το μάγκικο λεξιλόγιο και η αντίστοιχη φρασεολογία: Ξέρει / μιλάει τα μάγκικα.
μάγκικα ΕΠIΡΡ: Xαμογελάει / μιλάει / ντύνεται ~. [μάγκ(ας) -ικος]
- μαγκιόρος ο [mangóros] Ο18 θηλ. μαγκιόρα [mangóra] Ο25α : (λαϊκ.) έμπειρος ή ικανός άνθρωπος με ευελιξία στη συμπεριφορά του και αποτελεσματικότητα στις ενέργειές του· (πρβ. μάγκας2). || (ως επίθ.): Mαγκιόρα γυναίκα.
[(;)· μαγκιόρ(ος) -α]
- μαγκίτης ο [mangítis] Ο10 θηλ. μαγκίτισσα [mangítisa] Ο27α : (λαϊκ.) μάγκας1.
[τουρκ. mang(a) (δες στο μάγκας) -ίτης· μαγκίτ(ης) -ισσα]