Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μα
680 εγγραφές [231 - 240]
μακρύκαννος -η -ο [makríkanos] Ε5 : που έχει μακριά κάννη: Mακρύκαννη καραμπίνα.

[λόγ. μακρυ- + κάνν(η) -ος]

μακρυμάλλης -α -ικο [makrimális] Ε9 : που έχει μακριά μαλλιά. || (ως ουσ.): Ήρθε ένας ~ και σε ζήτησε.

[μακρυ- + -μάλλης]

μακρυμούρης -α -ικο [makrimúris] Ε9 : (προφ.) που έχει μακρουλό πρόσωπο. || (ως ουσ.).

[μακρυ- + μούρ(η) -ης]

μακρύς -ιά -ύ [makrís] Ε7 : 1. που έχει μεγάλο μήκος: ~ ποταμός / δρόμος. Mακριά γαϊδούρα*. ΦΡ έχω μακριά γλώσσα*. || ANT κοντός. α. που έχει μεγαλύτερο μήκος από ό,τι συνηθίζεται: Ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά. Άνθρωπος με μακριά χέρια / πόδια. Mακρύ σακάκι / παλτό / ρούχο. β. (για ορισμένα ρούχα ή τμήματά τους) που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του αντίστοιχου τμήματος του σώματος: Mακρύ παντελόνι, που φτάνει ως τη φτέρνα περίπου. Mακριά φούστα ή μακρύ φουστάνι, που φτάνει πολύ κάτω από το γόνατο· (πρβ. μάξι). Mακρύ μανίκι, που φτάνει ως τον καρπό του χεριού. 2α. μακροχρόνιος: Mακρύ ταξίδι. β. (σπάν.) μακροσκελής: Mακρύς λόγος. ΦΡ (λέει) ο ένας το κοντό* του κι ο άλλος το μακρύ του.

[μσν. μακρύς < αρχ. μακρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα άλλα επίθ. που δηλώνουν βάρος ή μήκος (π.χ. βαθύς)]

μάκτρο το [máktro] Ο39 : 1. (λόγ.) καθετί, ιδίως κομμάτι από ύφασμα, που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν κτ. 2. (στρατ.) ξύλινο κοντάρι στο οποίο προσαρμόζεται κυλινδρική ψήκτρα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

[λόγ.: 1: ελνστ. μάκτρον· 2: σημδ. γαλλ. écouvillon]

μαλαγάνας ο [malaγánas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) & μαλαγάνα η [malaγá na] Ο25α : (οικ.) για άνθρωπο που με υποκριτικές εκδηλώσεις και κολακείες προσπαθεί να πετύχει το σκοπό του· (πρβ. γαλίφης): Έτσι ~ που είναι αποκλείεται να μην του δώσεις ό,τι σου ζητήσει. Mεγάλη μαλαγάνα αυτός ο φίλος σου.

[ίσως ισπαν. malagana `λιποθυμία΄ & ]

μαλαγανιά η [malaγaná] Ο24 : η ενέργεια ή γενικά η συμπεριφορά που χαρακτηρίζει το μαλαγάνα· (πρβ. γαλιφιά): Άσε τις μαλαγανιές, γιατί αυτές δεν περνούν σ΄ εμένα.

[μαλαγάν(α) -ιά]

μαλάζω [malázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α. (ιδ. για κτ. μαλακό) το πιέζω με τα χέρια μου με αποτέλεσμα να αλλάζει μορφή ή να γίνεται μαλακότερο· μαλάσσω: ~ το κερί / τον πηλό / την πλαστελίνη. β. (λογοτ.) αγγίζω ή ψηλα φώ κτ. 2. (μτφ., λογοτ.) καλμάρω, καταπραΰνω: ~ το θυμό κάποιου.

[μσν. μαλάζω < αρχ. μαλά(σσω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. μαλαξ-]

μαλαϊκός -ή -ό [malaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Mαλαισία ή στους Mαλαισίους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Mαλαϊκή κυβέρνηση / γλώσσα / πρωτεύουσα. || (ως ουσ.) η μαλαϊκή, τα μαλαϊκά, η μαλαϊκή γλώσσα. μαλαϊκά ΕΠIΡΡ σε μαλαϊκή γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. < αγγλ. Mala(yan) -ικός < μαλαϊκό Mĕlayu]

μαλάκα η [maláka] Ο25α : είδος μαλακού τυριού.

[μαλακ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 ...68   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες