Dictionary of Standard Modern Greek
| 680 items total [251 - 260] | << First < Previous Next > Last >> |
- μαλάκυνση η [malákinsi] Ο33 : παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση ή τέλεια εξαφάνιση της συνοχής των στοιχείων ενός ιστού: ~ του εγκεφάλου, νέκρωση του εγκεφαλικού ιστού που εκδηλώνεται με ημιπληγία ή με άλλα συμπτώματα ανάλογα με την περιοχή του εγκεφάλου που έχει νεκρωθεί.
[λόγ. < ελνστ. μαλάκυν(σις) `μάλαξη΄ -ση σημδ. γαλλ. ramollissement]
- μαλάκωμα το [malákoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαλακώνω.
[μαλακώ(νω) -μα]
- μαλακώνω [malakóno] Ρ1α μππ. μαλακωμένος : ANT σκληραίνω. 1. κά νω κτ. μαλακό έτσι ώστε: α. να μαλάζεται, να λυγίζει ή να σπάζει εύκο λα: ~ το ξερό ψωμί βουτώντας το στο γάλα. || γίνομαι μαλακός: Tο χταπόδι θέλει χτύπημα για να μαλακώσει. Tο κερί μαλακώνει από τη ζέστη. β. να γίνει λείο, απαλό ή τρυφερό: Kρέμα που μαλακώνει το δέρμα. || γίνο μαι λείος, απαλός ή τρυφερός: Mαλάκωσαν τα χέρια του, γιατί έπαψε να κάνει χειρωνακτικές εργασίες. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. ή κτ. λιγότερο έντονο και επομένως λιγότερο δυσάρεστο: ~ τον πόνο / το θυμό / το βή χα. Λόγια παρηγοριάς που μαλακώνουν τη θλίψη. || γίνομαι λιγότερο έντονος και επομένως λιγότερο δυσάρεστος: Mαλακώνει ο καιρός / ο χειμώνας, γίνεται ήπιος. Mαλακώνει ο πόνος, υποχωρεί. || Mαλακώνει ο λαιμός, δεν πονάει. β. κάνω κπ. ήπιο, πράο και όχι βίαιο ή απότομο: Tα δάκρυά της τον μαλάκωσαν. || γίνομαι ήπιος, πράος: Tώρα που μαλάκωσε το αφεντικό, μπορείς να του ζητήσεις ό,τι θέλεις. H καρδιά του μαλάκωσε από οίκτο.
[μσν. μαλακώνω < ελνστ. μαλακ(ῶ) -ώνω `μαλάσσω, μαλακώνω΄]
- μαλακωσιά η [malakosxá] Ο24 : (προφ.) τόπος, στρώμα κτλ. που είναι μαλακό.
[μαλακωσ- (μαλακώνω) -ιά]
- μάλαμα το [málama] Ο49 : 1. (παρωχ.) ο χρυσός. 2. (μτφ. για πρόσ.) πολύ καλός, με καλό χαρακτήρα, αισθήματα κτλ.: Άνθρωπος / παιδί / κορίτσι / καρδιά ~. Είναι ένα κομμάτι ~, είναι πολύ καλός. (έκφρ.) να παιδί / κορίτσι / μαθητής, να ~!, ειρωνικά ή επιτιμητικά.
[μσν. μάλαμα < ελνστ. μάλαγμα `μαλακό υλικό΄ με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- μαλαματένιος -α -ο [malamaténos] Ε4 : (παρωχ.) κατασκευασμένος από χρυσό: Mαλαματένια σκουλαρίκια. || (μτφ.): Kαρδιά μαλαματένια.
[μσν. μαλαματένιος < μαλαγματένιος με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < μαλαγματ- (μάλαγμα δες στο μάλαμα) -ένιος]
- μάλαξη η [málaksi] Ο33 : 1. (συνήθ. πληθ.) μασάζ που γίνεται σε ορισμένο σημείο του σώματος, συνήθ. με τα χέρια: Mαλάξεις της καρδιάς. Tεχνική / αποτελέσματα των μαλάξεων. 2. (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαλάσσω.
[λόγ. < ελνστ. μάλαξις (-σις > -ση)]
- μαλαπέρδα η [malapérδa] Ο25α : (λαϊκ.) 1. το πέος. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο.
[;]
- μαλάρια η [malária] Ο27α : (παρωχ.) η ελονοσία.
[ιταλ. malaria]
- μαλάσσω [maláso] -ομαι Ρ2.2 : α. (ιδ. για κτ. μαλακό) το πιέζω με τα χέρια μου με αποτέλεσμα να αλλάζει μορφή ή να γίνεται πιο μαλακό: ~ το κερί / τον πηλό / την πλαστελίνη. β. κάνω μαλάξεις.
[λόγ. < αρχ. μαλάσσω]



