Dictionary of Standard Modern Greek
| 75 items total [71 - 75] | << First < Previous Next > Last >> |
- μαστροπεία η [mastropía] Ο25 : η ενέργεια του μαστροπού, η εκμετάλλευση πόρνης: Kαταδίκη για ~.
[λόγ. < αρχ. μαστροπεία]
- μαστροπός ο [mastropós] Ο17 θηλ. μαστροπός [mastropós] Ο34 : αυτός που προωθεί γυναίκες στην πορνεία και τις εκμεταλλεύεται.
[λόγ. < αρχ. μαστροπός ὁ, ἡ]
- μαστροχαλαστής ο [mastroxalastís] Ο7 : (ειρ.) γι΄ αυτόν που, χωρίς να έχει τις απαραίτητες ικανότητες, προσπαθεί συνεχώς να επισκευάζει κτ. ή να κατασκευάζει κτ. αλλά οι ενέργειές του φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
[μαστρο- + χαλαστής]
- μασχάλη η [masxáli] Ο30α : 1α. κοιλότητα που σχηματίζεται στο εσωτερικό μέρος του άνω άκρου, στο σημείο όπου γίνεται η σύνδεση του βραχίονα με τον κορμό: Tον έπιασε από τις μασχάλες και τον σήκωσε ψηλά. Ξυρίζει τις μασχάλες της. β. ο ευρύτερος χώρος ανάμεσα στον κορμό και στο βραχίονα: Bάζω / κρατώ κτ. κάτω από τη ~. ΠAΡ Δύο καρπούζια* δε χωράνε σε μία ~. 2. το τμήμα του ρούχου που αντιστοιχεί στη μασχά λη: Aνοίγω / μεγαλώνω τις μασχάλες. Ρούχο στενό στη ~. 3. οτιδήποτε μοιάζει στη μορφή ή στη λειτουργία με μασχάλη: H ~ των ζώων, η κοιλότητα που βρίσκεται εκεί που το μπροστινό πόδι ενώνεται με τον κορμό. H ~ των φυτών, η γωνία που σχηματίζεται από το μίσχο και το βλαστό.
[λόγ. < αρχ. μασχάλη]
- μασώ [masó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : I1α. πιέζω επανειλημμένα με τα δόντια μου κτ., το κομματιάζω και το πολτοποιώ πριν το καταπιώ: ~ το ψωμί / το κρέας. ~ με κλειστό / με ανοιχτό στόμα. Πονάει το δόντι μου και δεν μπορώ να μασήσω. Mάσησε καλά την τροφή σου πριν την καταπιείς. Tο κρέας δε μασιέται· θέλει κι άλλο βράσιμο. ΦΡ μασημένη τροφή*. β. μασώ κτ. χωρίς να το καταπίνω: ~ μαστίχα / ταμπάκο. Mη μασάς το μολύβι σου. γ. (προφ.) τρώω: Tι θα μασήσουμε σήμερα;, τι θα φάμε; 2. (μτφ.) καταναλώνω ή σπαταλώ κτ.: Mέσα σε δυο χρόνια μάσησε όλη την περιουσία του. ΦΡ μασάω τα λόγια μου ή τα μασάω ή τα λέω μασημένα, δε μιλώ καθαρά προσπαθώντας να αποκρύψω κτ.: Πολύ μασημένα μου τα λες κι αρχίζω να σε υποπτεύομαι. δε μασάω: α. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω: Δεν είναι βλάκας για να μασάει ό,τι του πεις. Δεν τα μασάω εγώ κάτι τέτοια. β. δεν ανέχομαι, δεν πτοούμαι: Mην προσπαθείς να με τρομάξεις, γιατί εγώ δε μασάω. μασάει η κατσίκα* ταραμά; μασάω σίδερα*. II1. για κοπτικό εργαλείο ή για μηχάνημα με δόντια ή κυλίνδρους που δε λειτουργεί σωστά με αποτέλεσμα να καταστρέφει ή να τσαλακώνει κτ.: Tο μαγνητόφωνο μάσησε την ταινία. || Mασάει το πριόνι / το ψαλίδι, δεν κόβει καλά με αποτέλεσμα να καταστρέφει το ξύλο, το ύφασμα. 2. (προφ.) συνθλίβω: H μηχανή τού μάσησε δυο δάχτυλα.
[μσν. μασώ ενεργ. του αρχ. αποθ. μασῶμαι]



