Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.027 εγγραφές [2901 - 2910]
μύξα η [míksa] Ο25α : (οικ.) 1α. γλοιώδης ουσία που βγαίνει από τη μύτη· (πρβ. βλέννα): Tρέχουν μύξες από τη μύτη του. Έβγαλε το μαντίλι του για να σκουπίσει τις μύξες. ΦΡ μύξες και σάλια, ανοησίες. β. για άλλες βλεννώδεις ουσίες και ιδίως εκείνη που βγάζουν οι μπάμιες. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο: Mιλάει τώρα κι αυτή η ~!

[αρχ. μύξα]

μυξιάρης ο [miksxáris] Ο11 θηλ. μυξιάρα [miksxára] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει πολλές μύξες, που συχνά βγάζει μύξες.

[μύξ(α) -ιάρης· μυξιά ρ(ης) -α]

μυξιάρικος -η -ο [miksxárikos] Ε5 : (οικ.) που αναφέρεται και ιδίως χαρακτηρίζει το μυξιάρη. || (ως ουσ.) το μυξιάρικο, ως μειωτικός χαρακτηρισμός παιδιού: Δες το μυξιάρικο που θέλει να κάνει τον άντρα!

[μυξιάρ(ης) -ικος]

μυξοκλαίω [miksokléo] Ρ πρτ. μυξόκλαιγα, αόρ. μυξόκλαψα, απαρέμφ. μυξοκλάψει : (οικ., μειωτ.) κλαίω και εισπνέοντας ρουφώ τις μύξες μου. || υποκρίνομαι, κάνω πως κλαίω.

[μύξ(α) -ο- + κλαίω]

μυξομάντιλο το [miksomándilo] Ο41 : το μαντίλι που χρησιμοποιούν για να σκουπίζουν τη μύτη.

[μσν. μυξομάνδηλον (προφ. [nd] ) < μύξ(α) -ο- + μανδήλ(ι) -ον (ορθογρ. κατά το μαντίλι)]

μυο- 1 [mio] & μυό- [mió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μυ- [mi], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στους μυς, αφορά το μυϊκό σύστημα του σώματος: ~γράφος, ~πάθεια, μυόπλασμα, ~τόμος, μυασθένεια.

[λόγ. < διεθ. my(o)- < θ. μυ(ο)- της αρχ. λ. μῦ(ς) `ποντίκι 2΄ -ο- ως α' συνθ.: μυο-λογία, μυ-αλγία, μυο-γράφος, μύ-ωμα < γαλλ. myo-logie, myalgie, myographe, myome]

μυο- 2 : το λόγιο ουσ. μυς 2 ως α' συνθετικό: 1. σε λόγια σύνθετα με αναφορά στο ποντίκι 1: ~κτονία, ~κτόνο. 2. σε σύνθετες επιστημονικές λέξεις: ~ασπάλακας.

[λόγ. < ελνστ. μυο- θ. του αρχ. ουσ. μῦ(ς) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. μυο-κτόνος `που σκοτώνει ποντικούς΄]

μυογράφημα το [mioγráfima] Ο49 : γραφική παράσταση του μυϊκού τόνου, η οποία γίνεται με ειδικό μηχάνημα.

[λόγ. μυο- 1 + -γράφημα μτφρδ. γαλλ. myographie < myo- = μυο- 1 + -graphie = -γραφία]

μυογραφία η [mioγrafía] Ο25 : (ιατρ.) καταγραφή του μυϊκού τόνου που γίνεται με ειδικό μηχάνημα.

[λόγ. < γαλλ. myographie < myo- = μυο- 1 + -graphie = -γραφία]

μυοκάρδιο το [miokárδio] Ο40 : (ανατ.) κοίλος γραμμωτός μυς που αποτελεί το βασικό τμήμα του εσωτερικού της καρδιάς: Έμφραγμα μυοκαρδίου.

[λόγ. < γαλλ. myocarde < myo- = μυο- 1 + αρχ. καρδί(α) -ον]

< Προηγούμενο   1... 289 290 [291] 292 293 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες