Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.027 εγγραφές [2761 - 2770]
μπουντρουμιάζω [budrumnázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκ.) θέτω υπό κράτηση ή γενικά φυλακίζω κπ.

[μπουντρούμ(ι) -ιάζω]

μπούρδα η [búrδa] Ο25α : (οικ.) λόγος ανόητος, ψευδής ή γενικά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο· (πρβ. μπαρούφα): Mη δίνεις σημασία σ΄ αυτά που λέει· μπούρδες είναι.

[ισπαν. burda `χοντροκομμένη΄, `αδέξιο ψέμα΄]

μπούρδας ο [búrδas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : αυτός που λέει μπούρδες, αερολογίες.

[μπούρδ(α) -ας]

μπουρδελιάρης ο [burδeláris] Ο11 : (λαϊκ., μειωτ.) άντρας που συχνάζει σε μπορντέλα.

[μπουρδέλ(ο) -ιάρης]

μπουρδελότσαρκα η [burδelótsarka] Ο27α : (λαϊκ.) βόλτα στα μπορντέ λα μιας περιοχής που γίνεται συνήθ. ομαδικά από νεαρά άτομα.

[μπουρδέλ(ο) -ο- + τσάρκα]

μπουρδούκλωμα το [burδúkloma] & μπερδούκλωμα το [berδúkloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουρδουκλώνω.

[μπουρδουκλώ(νω), μπερδουκλώ(νω) -μα]

μπουρδουκλώνω [burδuklóno] -ομαι & μπερδουκλώνω [berδuklóno] -ομαι Ρ1 : 1α. κάνω κτ. πιο δύσκολο, δυσνόητο ή σύνθετο· μπερδεύω: Πες τα καθαρά και μην τα μπουρδουκλώνεις. β. προκαλώ σύγχυση στις σκέψεις κάποιου· μπερδεύω: Mε μπουρδούκλωσες έτσι ανακατεμένα που τα είπες. Mπουρδουκλώθηκε και δεν ήξερε τι να πει. 2. πεδικλώνω2.

[συμφυρ. μπερδ(εύω) + (πεδ)ουκλώνω και υποχωρ. αφομ. [e-u > u-u] ]

μπουρέκι το [buréki] Ο44 : είδος πίτας: Mπουρέκια με τυρί / με κρέμα. ~ με πατάτες / με χόρτα. μπουρεκάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. börek, διαλεκτ. burek ]

μπουρζουάδικος -η -ο [burzuáδikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον μπουρζουά ή στην μπουρζουαζία.

[μπουρζουαδ- (μπουρζουάς) -ικος]

μπουρζουαζία η [burzuazía] Ο25 : (μειωτ.) η αστική τάξη, συνήθ. η ανώτερη.

[λόγ. < γαλλ. bourgeois(ie) (όχι μειωτ.) -ία]

< Προηγούμενο   1... 275 276 [277] 278 279 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες