Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.027 εγγραφές [2751 - 2760] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπουμπουνοκέφαλος -η -ο [bubunokéfalos] Ε5 : (οικ. για πρόσ., ιδ. ως ουσ.) βλάκας, ανόητος· μπουμπούνας.
[μπουμπούν(ας) -ο- + κεφάλ(ι) -ος]
- μπούμπουρας ο [búburas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : είδος άγριας μέλισσας.
[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. βομβυλιός (αρχική προφ. [bombul] ) ίδ. σημ.)]
- μπουνάτσα η [bunátsa] & μπονάτσα η [bonátsa] Ο25α : (ναυτ.) καλός καιρός, ιδίως στη θάλασσα, ο οποίος χαρακτηρίζεται κυρίως από έλλειψη ανέμου· κάλμα: Tη νύχτα είχε ~· φύλλο δεν κουνιόταν. || έλλειψη τρικυμίας· νηνεμία. ANT φουρτούνα: Kαΐκι που μόνο με ~ ταξιδεύει χωρίς κίνδυνο.
[ιταλ. bonaccia ή βεν. bonazza και με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]
- μπούνι το [búni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (ναυτ.) μικρό άνοιγμα στα πλευρά του πλοίου για να φεύγουν τα νερά από το κατάστρωμα. ΦΡ ως / μέχρι τα μπούνια, πάρα πολύ: Είναι γεμάτος / λερωμένος / ερωτευμένος ως τα μπούνια. Όχι μόνο δεν έχει λεφτά αλλά είναι και χρεωμένος ως τα μπούνια.
[ιταλ. bugna `η άκρη του πανιού του καραβιού, τα ανοίγματα από όπου χύνονται τα νερά του αμπαριού΄, θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ., σε φρ. όπως φορτωμένο μέχρι τα μπούνια `ξέχειλο΄]
- μπουνιά η [buná] Ο24 : χτύπημα με τη γροθιά: Δίνω / ρίχνω / τραβάω μια ~ σε κπ. Tου έπρηξε το μάτι με μια ~. (έκφρ.) παίζω* μπουνιές / γροθιές. || η γροθιά.
[ιταλ. & βεν. pugno, παλ. πληθ. pugna που θεωρήθηκε θηλ. εν., με μετακ. τόνου κατά το επίθημα -ιά που δηλώνει χτύπημα, σύγκρ. γροθιά (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]
- μπουνίδι το [buníδi] Ο44 : (προφ.) πλήθος από συνεχείς μπουνιές και ιδίως ξυλοδαρμός με μπουνιές: Ρίχτηκε απάνω του και τον άρχισε στο ~.
[μπουν(ιά) -ίδι]
- μπουνταλάς ο [budalás] Ο1 θηλ. μπουνταλού [budalú] Ο37 : (οικ.) για άνθρωπο αφελή, κουτό, ανόητο: Tον βρήκε μπουνταλά και τον ξεγέλασε.
[τουρκ. budala -ς· μπουνταλ(άς) -ού]
- μπουνταλοσύνη η [budalosíni] Ο30α : η ιδιότητα του μπουνταλά καθώς και η ενέργεια που τον χαρακτηρίζει: H ~ του δεν έχει όρια.
[λόγ. μπουνταλ(άς) -οσύνη]
- μπουντουάρ το [buduár] Ο (άκλ.) : μικρό και συνήθ. κομψό δωμάτιο, στο οποίο οι γυναίκες καλλωπίζονταν και δέχονταν τις προσωπικές τους επισκέψεις.
[λόγ. < γαλλ. boudoir]
- μπουντρούμι το [budrúmi] Ο44 : 1. (παρωχ.) το υπόγειο. 2. (μειωτ.) α. χαρακτηρισμός για κάθε κλειστό χώρο, στενό και σκοτεινό, συνήθ. υπόγειο: Φτωχή οικογένεια που ζει σ΄ ένα ~. β. για κρατητήριο ή για φυλακή: Tα μπουντρούμια της δικτατορίας. Για την αντιστασιακή του δράση πιάστηκε και κλείστηκε στα μπουντρούμια της Γκεστάπο.
[αντδ. < τουρκ. bodrum -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < μσν. ιππόδρομος < ελνστ. ἱππόδρομος (επειδή είχε υπόγεια για τα θηρία)]



