Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.027 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαινάδα η [menáδa] Ο26 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. καθεμιά από τις κατώτερες γυναικείες θεότητες που συνόδευαν το θεό Διόνυσο: Σάτυροι, Σιληνοί και μαινάδες. β. για τις γυναίκες που, σε έξαλλη κατάσταση, συμμετείχαν σε γιορτή του θεού Διονύσου: Xορός των μαινάδων. 2. για γυναίκα που βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. μαινάς, αιτ. -άδα (πρβ. μσν. μαινάδα)]
- μαϊνάρισμα το [mainárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαϊνάρω.
[μαϊναρισ- (μαϊνάρω) -μα]
- μαϊνάρω [maináro] Ρ6α : α. (ναυτ.) αφήνω κτ. ελεύθερο· χαλαρώνω, λασκάρω: ~ τα πανιά του πλοίου, τα μαζεύω. β. (λογοτ.) για κτ. που σταμα τά, που τελειώνει: Mαϊνάρισε η σφαγή / η φωτιά. || για κακοκαιρία κτλ., ηρεμώ, γαληνεύω: Mαϊνάρει η φουρτούνα / ο αέρας.
[βεν. mainar -ω]
- μαίνομαι [ménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μανιάζω. α. βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση: Όρμησε σαν μαινόμενος ταύρος. ~ εναντίον κάποιου, είμαι πολύ θυμωμένος μ΄ αυτόν. β. για κτ. που βρίσκεται σε ένταση, σε έξαρση: Mαίνεται η τρικυμία / η θύελλα / η πυρκαγιά.
[λόγ. < αρχ. μαίνομαι]
- μαϊντανός ο [maidanós] & μαϊδανός ο [maiδanós] Ο17 : 1. ποώδες αρωματικό φυτό που χρησιμοποείται ως καρύκευμα στη μαγειρική: Ψιλοκομμένος ~. Aγόρασε ένα ματσάκι μαϊντανό. 2. (ειρ.) για πρόσωπο που παρευρίσκεται παντού ή ανακατεύεται σε διάφορες υποθέσεις χωρίς να είναι αρμόδιο.
[τουρκ. maydano(z) -ς < ινδ. maidani `αρωματικό φυτό΄· μαϊδ-: λόγ. επίδρ.]
- Mάιος ο [máios] Ο19 : ο πέμπτος μήνας του χρόνου: Πρώτη Mαΐου, η Πρωτομαγιά. Είναι δεκαοχτώ / είκοσι Mαΐων, για νέα και όμορφη κοπέλα δεκαοχτώ / είκοσι χρονών.
[λόγ. < ελνστ. Μάϊος < λατ. Mai(us) -ος]
- μαΐστρα 1 η [maístra] Ο25α : (ναυτ.) μεγάλο τετράγωνο πανί ιστιοφόρου και το αντίστοιχο μεγάλο κατάρτι.
[μσν. μαΐστρα < βεν. *maistra (πρβ. ιταλ. maestro) & (albero di) maistra (δες στο άλμπουρο)]
- μαΐστρα 2 η : (λαϊκότρ.) γυναίκα που ξέρει να κάνει μάγια· (πρβ. μάγος1β).
[μσν. μαΐστρα < βεν. *maistra (πρβ. βεν. maistro `δάσκαλος΄)]
- μαϊστράλι το [maistráli] Ο44α : (λογοτ.) ο μαΐστρος.
[βεν. maistral -ι]
- μαΐστρος ο [maístros] Ο18 : (ναυτ.) ο βορειοδυτικός άνεμος.
[βεν. maistro -ς]



