Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3.027 εγγραφές [2891 - 2900] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυκτηρίζω [miktirízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κατηγορώ κπ. ή κτ. χλευάζοντας.
[λόγ. < αρχ. μυκτηρίζω]
- μυκτηρισμός ο [miktirizmós] Ο17 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μυκτηρίζω.
[λόγ. < ελνστ. μυκτηρισμός]
- μυκώμαι [mikóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μουγκρίζω, συνήθ. για βοοειδή.
[λόγ. < αρχ. μυκῶμαι]
- μυλαύλακο το [milávlako] Ο41 : το αυλάκι που έφερνε το νερό στο νερόμυλο.
[λόγ. μύλ(ος) + αυλάκ(ι) -ο]
- μυλεργάτης ο [milerγátis] Ο10 : εργάτης που δουλεύει σε μύλους: Σωματείο / απεργία μυλεργατών.
[λόγ. μύλ(ος) + εργάτης (πρβ. ελνστ. μυλεργάτης `μυλωνάς΄)]
- μύλη η [míli] Ο30α : (λόγ.) ονομασία αντικειμένων με κυλινδρικό σχήμα. 1. (τεχνολ.) τροχός ειδικός για ακόνισμα, λείανση ή κόψιμο. 2. (ανατ.) το τμήμα του δοντιού που βρίσκεται έξω από τα ούλα.
[λόγ.: 1: αρχ. μύλη `μύλος, μυλόπετρα΄ σημδ. γαλλ. meule· 2: ελνστ. σημ.: `τραπεζίτης΄]
- μυλοκόπι το [milokópi] Ο44 : είδος ψαριού με σκουρόχρωμη ράχη, ανοιχτόχρωμη κοιλιά, λοξές κυματιστές γραμμές στα πλευρά και έναν κοντόχοντρο θύσανο κάτω από το σαγόνι.
[ελνστ. μυλοκόπιον υποκορ. του μυλοκόπος]
- μυλόπετρα η [milópetra] Ο27α : καθεμιά από τις δύο κυλινδρικές πλάκες που χρησιμοποιούσαν στο μύλο για το άλεσμα των σιτηρών: Πέτρινη / μεταλλική ~.
[μύλ(ος) -ο- + πέτρα]
- μύλος ο [mílos] Ο18 : 1. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το άλεσμα των σιτηρών: Πήγε το σιτάρι στο μύλο. Φέρνει το αλεύρι από το μύλο. ~ που κινείται με τον αέρα, ανεμόμυλος. ~ που κινείται με νερό, νερόμυλος. H φτερωτή του μύλου. ΦΡ γίνεται ~, επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. κουβαλώ* νερό στο μύλο κάποιου. ο καλός ο ~ όλα τα αλέθει*. α. το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο μύλος: Xτίζω μύλο. H στέγη του μύλου. β. (πληθ.) μηχανοκίνητος μύλος υπό μορφή σύγχρονης βιομηχανικής εγκατάστασης. 2α. ονομασία συσκευών, συνήθ. χειροκίνητων, που χρησιμοποιούνται για κόψιμο ή για πολτοποίηση υλικών, ιδίως τροφών: Ο ~ του καφέ. ~ για το πιπέρι / για τα φρούτα / για τα λαχανικά. β. για συσκευές που η λειτουργία τους θυμίζει μύλο: Ο ~ του πιστολιού, περιστρεφόμενη θαλάμη για πολλές σφαίρες. || το φουρφούρι.
[ελνστ. μύλος ὁ (αρχ. μύλη ἡ) `μυλόπετρα, μύλος΄]



