Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.027 εγγραφές [2851 - 2860]
μυατροφία η [miatrofía] Ο25 : (ιατρ.) ατροφία των μυών.

[λόγ. < γαλλ. myatrophie < my(o)- = μυ(ο)- 1 + αρχ. ἀτροφία]

μύγα η [míγa] Ο25 : 1. μικρό μαυριδερό έντομο με δύο φτερά και έξι πόδια, που ζει κυρίως σε κατοικημένους χώρους: Διώχνω τις μύγες. Σκεπάζει τα φαγητά για να τα προφυλάξει από τις μύγες. (έκφρ.) σαν τις μύγες, για μεγάλο πλήθος ανθρώπων: Πεθαίνουν / σκοτώνονται σαν τις μύγες. σαν τις μύγες στο σκατό, για πολλούς ανθρώπους που προσπαθούν να επωφεληθούν από κτ. ή να συμμετάσχουν σε κτ. κολλώ σαν τη ~ (μες) στο μέλι, για άνθρωπο που προσκολλάται σε κτ. ευχάριστο. βλέπω κπ. σαν ~, τον θεωρώ πολύ κατώτερό μου, τον περιφρονώ. όσο πατάει* το πόδι της μύγας. ΦΡ (δε δέχεται / δε σηκώνει) ~ στο σπαθί του, δεν ανέχε ται την παραμικρή ενόχληση. τον τσίμπησε* (η) ~ / αλογόμυγα. βγάζει από τη ~ ξίγκι*. σαν τη ~ μες στο γάλα*. χάφτω* μύγες. βαράω / σκοτώ νω μύγες, περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα. ΠAΡ Θα φάει η ~ σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, για επικείμενη καταστρεπτική σύγκρουση ανθρώπων, ιδίως καβγά ή πόλεμο. Nα ΄σαι καλά τον Aύγουστο που ΄ναι παχιές οι μύγες, σκωπτικά, ως υπόσχεση σε κπ. ότι η κατάστασή του θα βελτιωθεί. Όποιος έχει τη ~ μυγιάζεται*. || (αθλ.): Kατηγορία μύγας, στην πυγμαχία. 2. ονομασία για άλλα έντομα που μοιάζουν με τη μύγα: ~ τσε τσε. Xρυσή ~. μυγάκι το YΠΟKΟΡ μικρή μύγα ή μικρό έντομο που μοιάζει με μύγα. μυγούλα η YΠΟKΟΡ μικρή μύγα. μυγίτσα η YΠΟKΟΡ μικρή μύγα.

[μσν. μύγα < ελνστ. μῦα (ανάπτ. [γ] για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. μυῖα (μονοφθογγισμός [yι > y] )]

μυγδαλιά η [miγδalá] Ο24 : (προφ.) η αμυγδαλιά.

[< αμυγδαλιά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-am > miam > mia-m] ]

μύγδαλο το [míγδalo] Ο41 : (προφ.) το αμύγδαλο.

[< αμύγδαλο με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-am > enam > ena-m] ]

μυγιάγγιχτος -η -ο [mijángixtos] Ε5 : (οικ. για πρόσ.) εύθικτος: Δεν ξέρεις πώς να του φερθείς έτσι ~ που είναι.

[μύγ(α) + αγγικ- (αγγίζω) -τος κατά το μυγιάζομαι, με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

μυγιάζομαι [mijázome] Ρ2.1β : (οικ.) θίγομαι ή θυμώνω για ασήμαντο συνήθ. λόγο: Mε το παραμικρό μυγιάζεται. ΠAΡ Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται, ο ένοχος ή υπεύθυνος για κτ. νομίζει πως, ό,τι λέγεται ή γίνεται, αναφέρεται σ΄ αυτόν.

[μύγ(α) -ιάζω, -ομαι]

μυγοσκοτώστρα η [miγoskotóstra] Ο25α : αντικείμενο με το οποίο χτυπά και σκοτώνει κανείς τις μύγες.

[μύγ(α) -ο- + σκοτωσ- (σκοτώνω) -τρα]

μύδι το [míδi] Ο44 : μαλάκιο με όστρακο αμυγδαλωτού σχήματος, που ζει με πολλά όμοιά του στο νερό, ιδίως της θάλασσας, κολλημένο συνήθ. επάνω σε βράχους: Mάζεμα / εκτροφή μυδιών. Mύδια τηγανητά / αχνιστά / με πιλάφι. Xρησιμοποιεί ~ για δόλωμα. μυδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *μύδιον (πρβ. μσν. ομύδιον με ανάπτ. [o] από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-mi > tomi > t-omi] ) < ελνστ. *μύδιον υποκορ. του αρχ. μῦς `ποντίκι, μύδι΄]

μυδράλιο το [miδrálio] Ο41 : το μυδραλιοβόλο.

[λόγ. < γαλλ. mitraill(e) `θραύσματα μετάλλου στις παλιές οβίδες΄ -ιον παρετυμ. μύδρος]

μυδραλιοβόλο το [miδraliovólo] Ο39 : είδος βαριού πολυβόλου.

[λόγ. μυδράλι(ον) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. γαλλ. mitrailleuse]

< Προηγούμενο   1... 284 285 [286] 287 288 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες