Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.027 εγγραφές [2811 - 2820]
μπρατσέρα η [bratséra] & βρατσέρα η [vratséra] Ο25α : ιστιοφόρο με δύο κατάρτια και δύο πανιά σε σχήμα τραπεζίου.

[βεν. brazzera· λόγ. επίδρ.]

μπράτσο το [brátso] Ο39 : 1α. το τμήμα του χεριού από τον ώμο ως τον αγκώνα· βραχίονας: Άσπρα / παχουλά μπράτσα. Mανίκια ανασηκωμένα μέχρι τα μπράτσα. β. ο μυς του μπράτσου: Σκληρά / γερά μπράτσα. Tα μπράτσα του λύγισαν από το πολύ βάρος, δεν το άντεξαν. (έκφρ.) έκανε μπράτσα, δυνάμωσαν τα μπράτσα του. γ. ολόκληρο το χέρι: Άνοιξε τα μπράτσα του για να μου κλείσει το δρόμο. Tην έσφιξε στα μπράτσα του, στην αγκαλιά του. 2. (μτφ.) για πράγμα ή για εξάρτημα που μοιάζει με μπράτσο ή λειτουργεί όπως το μπράτσο: Tο ~ της πολυθρόνας. μπρατσάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό μπράτσο1. 2. είδος φουσκωτού σωσίβιου που το φορούν τα μικρά παιδιά στο κάθε μπράτσο, για να διευκολύνονται στο κολύμπι. μπρατσάρα η MΕΓΕΘ.

[αντδ. < ιταλ. braccio ή βεν. brazzo < λατ. bracchium < αρχ. βραχίων· μπράτσ(ο) -άρα]

μπρατσωμένος -η -ο [bratsoménos] Ε3 : (για πρόσ.) που οι μύες του είναι χοντροί και δυνατοί.

[μπράτσ(ο) -ωμένος]

μπρε [bré] επιφ. : (λαϊκότρ.) βρε, μωρέ.

[μσν. μπρε < τουρκ. bre, bire]

μπρελόκ το [brelók] Ο (άκλ.) : ειδική κατασκευή μικρού μεγέθους για κλειδιά· (πρβ. κλειδοθήκη): Ξέχασε το ~ στο σπίτι του με όλα τα κλειδιά.

[λόγ. < γαλλ. breloque]

μπρετέλα η [bretéla] Ο25 : λεπτή γυναικεία τιράντα ιδίως εσώρουχου: Ελαστικές / μεταξωτές μπρετέλες.

[ιταλ. bretella ή γαλλ. bretell(e) ]

μπριάμι το [briámi] Ο44 & μπριάμ το [briám] Ο (άκλ.) : λαδερό φαγητό που γίνεται με λαχανικά, ιδίως πατάτες και κολοκυθάκια, και ψήνεται στο φούρνο.

[τουρκ. biryam `ψητό φαΐ΄ (από τα περσ.) με μετάθ. του [r] και για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]

μπριγιάν το [briján] Ο (άκλ.) & μπριγιάντι το [brijánti & brijándi] Ο44 : πολύτιμος λίθος, ιδίως διαμάντι, κατεργασμένος έτσι, ώστε να έχει πολυεδρικό σχήμα με πολλές ακμές: Δαχτυλίδι με ~.

[λόγ. < γαλλ. brillant· μορφολ. και φωνολ. προσαρμ. κατά το μπριλάντι]

μπριγιαντίνη η [brijantíni] Ο30α : αρωματική ουσία, λιπαρή ή ελαιώδης, που την έβαζαν στα μαλλιά για να γυαλίζουν και να στρώνουν.

[λόγ. < γαλλ. brillantin(e) ]

μπριγιόλ το [brijól] Ο (άκλ.) : είδος υγρής μπριγιαντίνης.

[λόγ. ίσως < γαλλ. brillole (σήμα κατατ;)]

< Προηγούμενο   1... 280 281 [282] 283 284 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες