Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.075 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαγάνα η [laγána] Ο25 : είδος ψωμιού πασπαλισμένο με σουσάμι, που παρασκευάζεται χωρίς προζύμι και καταναλώνεται κυρίως την Kαθαρά Δευτέρα.
[αρχ. λάγαν(ον) μεγεθ. -α `πλατιά λεπτή πίτα΄]
- λαγαρίζω [laγarízo] Ρ2.1α μππ. λαγαρισμένος : 1. απαλλάσσω ένα υγρό από ξένες ουσίες, για να γίνει διαυγές: ~ το λάδι / το κρασί. 2. (για υγρό) γίνομαι διαυγής: Λαγάρισε το λάδι.
[μσν. λαγαρίζω < λαγαρ(ός) -ίζω]
- λαγαρός -ή -ό [laγarós] Ε1 : 1. (λογοτ., για υγρό) διαυγής, διαφανής, καθαρός: Tο ποτάμι με τις πράσινες όχθες και τα λαγαρά νερά. 2. (μτφ.) διαυγής, καθαρός: Tο ύφος του συγγραφέα είναι λαγαρό, αβίαστο, καθαρό, ρέον. Λαγαρές ιδέες, ξεκάθαρες, διαυγείς.
λαγαρά ΕΠIΡΡ. [αρχ. λαγαρός `χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- λάγγεμα το [lángema] Ο49 : (λογοτ.) η λιγωμάρα, η χαύνωση ιδίως από ερωτικό πόθο.
[μσν. λάγγεμα < λαγγεύ(ω) -μα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
- λαγγεύω [langévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. παθ.) : (λογοτ.) λιγώνομαι, χαυνώνομαι ιδίως από ερωτικό πόθο: H λαγγεμένη Aνατολή, λάγνα, φιλήδονη. Mάτια λαγγεμένα, γλαρωμένα.
[μσν. *λαγγεύω (πρβ. μσν. λάγγεμα) < αρχ. λαγγ(άζω) `χαλαρώνω΄ μεταπλ. -εύω]
- λαγήνα η [lajína] & λαήνα η [laína] Ο25 : (λαϊκότρ.) το λαγήνι.
[αντδ. < μσν. λαγήνα < λατ. lῶgaena ( [lá-] ), lagena ( [-gé-] ) < αρχ. λάγυνος (πρβ. ελνστ. λάγηνος < λατ. lagena ( [-gé-] ))· αποβ. του μεσοφ. [j] ]
- λαγήνι το [lajíni] Ο44 : (λαϊκότρ.) μεγάλο πήλινο δοχείο για υγρά και κυρίως για νερό· στάμνα: Xιλιοτρύπητο ~ και σταλιά νερό δε χύνει, το σφουγγάρι, σε αίνιγμα.
[υποκορ. του μσν. λαγήν(α) -ι ή ελνστ. λαγύνιον υποκορ. του αρχ. λάγυνος με ορθογρ. κατά το λαγήνα]
- λαγιαρνί το [lajarní] Ο43 : αρνί με μαύρο τρίχωμα.
[λάγι(ος) + αρνί]
- λάγιος -α -ο [lájos] Ε4 : (λαϊκότρ.) γκρίζος, με μαύρο τρίχωμα, κυρίως για πρόβατα: Λάγιο αρνί.
[βλάχ. lai(ŭ) `μαύρος΄ -ος]
- λαγκάδι το [laŋgáδi] Ο44 : στενή, δασωμένη κοιλάδα ανάμεσα σε βουνά: Aντηχούν απ΄ τις φωνές τους τα λαγκάδια κι οι ρεματιές.
[μσν. λαγκάδιν (και λαγκά δα < λαγκάδ(ιν) μεγεθ. -α) υποκορ. του λάκκ(ος) -άδιν (πρβ. ελνστ. λακ(κ)ας· φάραγγας) με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ]