Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.075 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαντό το [landó] Ο (άκλ.) : τύπος κλειστής επιβατικής άμαξας με τέσσερις τροχούς, που την έσερναν δύο άλογα.
[λόγ. < γαλλ. landau < γερμ. τοπων. Landau]
- λαξ [láks] επίρρ. : μόνο στη ΦΡ πυξ* ~.
[λόγ. < αρχ. λάξ (πρβ. λακτίζω)]
- λάξευμα το [láksevma] & λάξεμα το [láksema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λαξεύω: Tο ~ της πέτρας / του βράχου / του μαρμάρου.
[λόγ. < ελνστ. λάξευμα· αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- λάξευση η [láksefsi] Ο33 : το λάξευμα.
[λόγ. < ελνστ. λάξευ(σις) -ση]
- λαξευτός -ή -ό [lakseftós] Ε1 : που έχει υποστεί κάποια κατεργασία, που έχει πάρει κάποιο σχήμα με πελέκημα, σκάλισμα: Λαξευτές πέτρες. || Λαξευτοί τάφοι, σκαμμένοι σε βράχο.
[λόγ. < ελνστ. λαξευτός]
- λαξεύω [laksévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1. κοιλαίνω, δίνω κάποιο σχήμα σε πέτρες, ξύλα, μάρμαρα πελεκώντας τα: Οι εξωτερικοί τοίχοι έγιναν με λαξευμένες πέτρες. Mορφές λαξευμένες στο βράχο. 2. (μτφ.) κατεργάζομαι, δουλεύω κτ. με τέχνη: Ο ποιητής λαξεύει τους στίχους του.
[λόγ. < ελνστ. λαξεύω]
- λαο- [lao] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο λαό, στο σύνολο των ανθρώπων ενός λαού· ειδικότερα: 1α. έχει θέση αντικειμένου, όταν το β' συνθετικό είναι ρηματικό παράγωγο: ~πλάνος, ~σωτήριος. β. έχει θέση ποιητικού αιτίου, όταν το β' συνθετικό είναι παθητικό ρήμα ή συνηθέστερα ρηματικό επίθετο σε -τος: ~κρατούμαι· ~μίσητος, ~πόθητος, ~πρόβλητος, μισητός από το λαό, που τον μισεί ο λαός κτλ. 2. (επιστ.) αποτελεί το αντικείμενο μιας επιστήμης ή ενός κλάδου της: ~γραφία, ~ψυχολογία.
[λόγ. < αρχ. λαο- θ. του ουσ. λαό(ς) `άνθρωποι, λαός΄ ως α' συνθ.: αρχ. λαο-δάμας `που δαμάζει τους λαούς΄, ελνστ. λαο-κατάρατος & σημδ.: λαο-γραφία (ελνστ. σημ.: `απογραφή του πληθυσμού΄) < γερμ. Volkskunde]
- λαογραφία η [laoγrafía] Ο25 : η επιστήμη που εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό στις διάφορες εκδηλώσεις του (ήθη, έθιμα, παραδόσεις, τραγούδια, χειροτεχνήματα κ.ά.). || το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο: Εξετάσεις στη ~.
[λόγ. < ελνστ. λαογραφία `απογραφή του πληθυσμού΄ σημδ. γερμ. Volks kunde]
- λαογραφικός -ή -ό [laoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λαογραφία, που έχει σχέση με αυτήν: Λαογραφικές εκδηλώσεις / μελέτες / έρευνες. Λαογραφικό μουσείο. Συλλογή λαογραφικού υλικού.
[λόγ. λαογραφ(ία) -ικός]