Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.075 εγγραφές [1051 - 1060] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λύτης ο [lítis] Ο10 θηλ. λύτρια [lítria] Ο27 : αυτός που (είναι ικανός να) λύνει προβλήματα, πνευματικές ασκήσεις κά.: ~ σταυρολέξου.
[λόγ. λύ(ω) -της· λύ(της) -τρια]
- λυτός -ή -ό [litós] Ε1 : που τον έχουν λύσει, που έχει λυθεί, λυμένος, ελεύθερος: Λυτά παπούτσια / κορδόνια. Γιατί άφησες λυτό το σκυλί; Λυτά μαλλιά, που δε συγκρατούνται, που πέφτουν ελεύθερα. ΦΡ βάζω λυτούς και δεμένους, καταβάλλω κάθε προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα (για να πετύχω κτ.): Έβαλε λυτούς και δεμένους για να διοριστεί η κόρη του.
[αρχ. λυτός]
- λύτρα τα [lítra] Ο39 : 1. χρηματικό ποσό που πληρώνεται για την απελευθέρωση, για την εξαγορά αιχμαλώτων ή θυμάτων απαγωγής: Ο βιομήχανος εκτελέστηκε από τους απαγωγείς, παρόλο που καταβλήθηκαν έγκαιρα τα ~ που ζήτησαν. 2. (μτφ.) τίμημα που καταβάλλεται για να αποκτηθεί κτ.: Bαριά είναι τα ~ της λευτεριάς.
[λόγ. < αρχ. λύτρα]
- λυτρωμός ο [litromós] Ο17 : η απαλλαγή, η σωτηρία από δεινά, από συμφορές· λύτρωση: Πλησίασε επιτέλους η μέρα του λυτρωμού του έθνους.
[λυτρώ(νω) -μός]
- λυτρώνω [litróno] -ομαι Ρ1 : απαλλάσσω, γλιτώνω κπ. από βάσανα, δυστυχίες, συμφορές, δεινά: Ο Xριστός λύτρωσε τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα. Ξύπνησα λυτρωμένος από τον εφιάλτη.
[μσν. λυτρώνω < αρχ. λυτρ(ῶ) -ώνω]
- λύτρωση η [lítrosi] Ο33 : η απαλλαγή από βάσανα, δεινά, συμφορές· λυτρωμός: H ~ της ψυχής από όσα τη βαραίνουν.
[λόγ. < ελνστ. λύτρω(σις) `εξαγορά, απαλλαγή από υποχρέωση΄ -ση]
- λυτρωτής ο [litrotís] Ο7 : αυτός που ελευθερώνει, που σώζει κπ., κυρίως για το Xριστό, ως σωτήρα του ανθρώπου από το προπατορικό αμάρτημα.
[λόγ. < ελνστ. λυτρωτής]
- λυτρωτικός -ή -ό [litrotikós] Ε1 : που φέρνει λύτρωση, σωτηρία, ανακούφιση: Tο λυτρωτικό μήνυμα του χριστιανισμού. Kοιμήθηκε έναν ύπνο βαθύ, λυτρωτικό.
λυτρωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. λυτρωτικός < λυτρωτ(ής) -ικός]
- λυχνάρι το [lixnári] Ο44 : μικρή φωτιστική συσκευή (πήλινη ή μεταλλική) εφοδιασμένη με φιτίλι, που λειτουργεί με την καύση λαδιού ή λίπους· λύχνος: Tο δωμάτιο φωτιζόταν από ένα μικρό ~. Tο μαγικό / το ακοίμητο ~. Tο ~ του Aλαντίν, λυχνάρι με μαγικές ιδιότητες (σε παραμύθια).
λυχναράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. λυχνάριν < ελνστ. λυχνάριον υποκορ. του αρχ. λύχνος]
- λυχνία η [lixnía] Ο25 : φωτιστικό όργανο, λαμπτήρας, λάμπα: Hλεκτρική / ενδεικτική ~. Δίοδος / τρίοδος / πολυοδική ~. ~ πυρακτώσεως / ηλεκτρονική. Kάηκε μια ~ στην τηλεόραση και θέλει άλλαγμα. H σύγχρονη τεχνολογία έχει αντικαταστήσει τις λυχνίες με τρανζίστορ.
[λόγ. < αρχ. λυχνία `λυχνοστάτης΄ (σφαλερή αλλ. της σημ.) σημδ. γαλλ. lampe]



