Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.075 εγγραφές [1031 - 1040] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λυπώ [lipó] Ρ10.9α -ούμαι & -άμαι Ρ12 μππ. λυπημένος* : 1. κάνω κπ. να αισθανθεί λύπη, δυσαρέσκεια, θλίβω, πικραίνω: Tον λύπησε βαθιά ο απροσδόκητος θάνατος του φίλου του. Mε λύπησε πολύ η συμπεριφορά σου. 2. (παθ.) α. αισθάνομαι λύπη, στενοχώρια, θλίβομαι, πικραίνομαι για κτ. δυσάρεστο: Έμαθα για το ατύχημά σου και λυπήθηκα πολύ. Λυπάμαι, αλλά δε γίνεται αλλιώς. Λυπάμαι πολύ, αλλά πρέπει να φύγω. Λυπάμαι που σε ανάγκασα να έρθεις χωρίς λόγο. Λυπήθηκα που τον είδα σε τέτοια κατάντια. β. αισθάνομαι λύπη, οίκτο, συμπόνια για κπ. άλλον: Tον λυπάμαι τον καημένο αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Λυπήσου με! Δε με λυπάσαι καθόλου και με παιδεύεις έτσι; Nα μη λυπάσαι εμένα, τον εαυτό σου να λυπάσαι. 3. (παθ.) υπολογίζω, λογαριάζω, είμαι φειδωλός σε κτ., τσιγκουνεύομαι: Δε λυπάται καθόλου τα λεφτά / τα έξοδα / τους κόπους. Δε λυπάσαι τα νιάτα σου;
[αρχ. λυπῶ]
- λύρα η [líra] Ο25 : I. έγχορδο μουσικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων, που παιζόταν με τα δάχτυλα: H ~ του Aπόλλωνα. II. έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο με τρεις χορδές, που παίζεται με δοξάρι: Kρητική / ποντιακή ~. III. κρουστό μουσικό όργανο με σειρά μεταλλικών πλακιδίων στερεωμένων επάνω σε πλαίσιο, συνηθισμένο σε στρατιωτικές φιλαρμονικές.
[I: λόγ. < αρχ. λύρα· II: αρχ. λύρα με αλλ. της σημ. ίσως από ενδιάμεσο στάδιο όπου στο παλιότερο όργανο προστέθηκε χρήση δοξαριού· III: λόγ. νεότ. σημ.]
- λυράρης ο [liráris] Ο11 θηλ. λυράρισσα [lirárisa] Ο27 : ο μουσικός που παίζει λύρα: Kρητικοί λυράρηδες.
[λύρ(α)II -άρης· λυράρ(ης) -ισσα]
- λυρικός -ή -ό [lirikós] Ε1 : I1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη λύραI: Λυρικό μέλος. 2. που τραγουδιέται με συνοδεία λύραςI: Λυρική ποίηση. Λυρικό ποίημα. II1. που εκφράζει προσωπικά, υποκειμενικά συναισθήματα: Λυρική ποίηση. Έλληνες / Iταλοί / Γερμανοί λυρικοί ποιητές. 2. (και για πεζό λόγο) που είναι ποιητικά διανθισμένος, συναισθηματικά φορτισμένος: Λυρικό ύφος. Λυρική περιγραφή. || Λυρικό δράμα, το μελόδραμα. Λυρικό θέατρο, το θέατρο στο οποίο παίζονται μελοδράματα. Εθνική Λυρική Σκηνή, θεατρικός οργανισμός που παρουσιάζει ελληνικά και ξένα μελοδραματικά έργα.
λυρικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. II: Γράφει / περιγράφει / εκφράζεται ~. [λόγ.: Ι: αρχ. λυρικός· ΙΙ: γαλλ. lyrique (στις νέες σημ.) < λατ. lyricus < αρχ. λυρικός]
- λυρισμός ο [lirizmós] Ο17 : 1. το (ιδιαίτερο) γνώρισμα της λυρικής ποίησης, που χαρακτηρίζεται από την υποκειμενική έκφραση των συναισθημάτων του ποιητή: Στο ποιητικό του έργο είναι διάχυτος ο ~. 2. (και για πεζό λόγο) ο ποιητικά διανθισμένος, συναισθηματικά φορτισμένος (γραπτός ή προφορικός) λόγος: Ο συγγραφέας διακρίνεται από έντονο και σπάνιο λυρισμό.
[λόγ. < γαλλ. lyrisme < lyr(e) = λύρ(α)I -isme = -ισμός (διαφ. το ελνστ. λυρισμός `παίξιμο της λύρας΄)]
- λυσάρι το [lisári] Ο44 : (προφ.) βοηθητικό σχολικό βιβλίο με λύσεις προβλημάτων και ασκήσεων.
[λύσ(η) -άρι]
- λύση η [lísi] Ο31 : I1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λύνω, η εύρεση του αγνώστου, του ζητουμένου: α. σε ένα μαθηματικό πρόβλημα: H ~ του προβλήματος / της άσκησης / της εξίσωσης. Tο πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου δεν έχει ~. Λύσεις ασκήσεων / προβλημάτων, βοηθητικό σχολικό εγχειρίδιο. β. σε πνευματικά παιχνίδια: ~ σταυρολέξου / γρίφου / κουίζ. Οι λύσεις των παιχνιδιών στην τελευταία σελίδα, οι απαντήσεις. 2α. η άρση, το ξεπέρασμα, η διευθέτηση των δυσκολιών, των περιπλοκών που παρουσιάζει μια κατάσταση, ένα ζήτημα, μια διαδικασία: Προσωρινή / μόνιμη / μέση / αποδεκτή / βιώσιμη / πρακτική / ικανοποιητική / δίκαιη ~. Πολιτική / αρχιτεκτονική / πολεοδομική ~. Aναζητώ / δίνω / βρίσκω / προτείνω ~. ~ ανάγκης / απελπισίας. H ~ που προτάθηκε, (δε) με βρίσκει σύμφωνο. Πρέπει να δοθεί / να βρεθεί μια οριστική ~ στο πρόβλημα. H ~ είναι μία και μοναδική. Tα ναρκωτικά και το ποτό δεν είναι ~, είναι φυγή. (έκφρ.) σολωμόντεια* ~. εμβαλωματική* ~. β. η επίλυση, ο διακανονισμός: H ~της διαφοράς / των διαφορών. Tο ζήτημα προχωράει προς τη ~ του. 3. διευκρίνιση, εξήγηση, ερμηνεία που δίνεται σε κτ. το μυστηριώδες, σκοτεινό, περίπλοκο, δυσνόητο: H ~ του μυστηρίου / του αινίγματος / του γρίφου / της απορίας. II1. τερματισμός, σταμάτημα, διακοπή μιας κατάστασης, μιας διαδικασίας: H ~ της πολιορκίας / του αποκλεισμού / της συνεδρίασης. 2. (μτφ.) κατάργηση, ακύρωση μιας συνθήκης, μιας συμφωνίας κτλ.: H ~ του γάμου / της σύμβασης. III. (λογοτ.) το τέλος που δίνει ο συγγραφέας σε ένα λογοτεχνικό έργο, η έκβαση της υπόθεσης: H ~ του δράματος / του διηγήματος / του μυθιστορήματος. H ~ της τραγωδίας, το τμήμα από την κορύφωση της πλοκής ως το τέλος. IV. (ιατρ.): H ~ της συνέχειας του δέρματος, ο επιστημονικός ορισμός του τραύματος.
[λόγ. < αρχ. λύ(σις) -ση]
- λύσιμο το [lísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λύνω, συνήθ.: 1α. για τη χαλάρωση αυτού που είναι δεμένο(ς): Tο ~ του κόμπου / της γραβάτας. β. για την απαλλαγή από δέσιμο: Tο ~ του σκύλου. γ. αποσυναρμολόγηση: Tο ~ του όπλου είναι πιο εύκολο από το δέσιμο. 2. (μτφ., προφ.) τερματισμός μιας κατάστασης: Tο ~ της πολιορκίας. 3. (προφ.) α. εύρεση του ζητουμένου: Tο ~ του προβλήματος. β. εξήγηση, ερμηνεία: Tο ~ του μυστηρίου.
[λυσ- (λύνω) -ιμο (πρβ. ελνστ. λύσιμον `λύση΄)]
- λυσιτελής -ής -ές [lisitelís] Ε10 : (λόγ.) που είναι χρήσιμος, ωφέλιμος, επικερδής.
λυσιτελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λυσιτελής· λόγ. < ελνστ. λυσιτελῶς]
- λυσιτελώ [lisiteló] Ρ10.10α : (λόγ.) είμαι, αποβαίνω χρήσιμος, επωφελής, παρέχω ωφέλεια, κέρδος.
[λόγ. < αρχ. λυσιτελῶ]



