Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.075 εγγραφές [1021 - 1030] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λυμαίνομαι [liménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : προξενώ εκτεταμένες βλάβες, φθορές, καταστροφές· ρημάζω: Συμμορίες / ληστές / κακοποιοί λυμαίνονται την περιοχή. Επιδημίες λυμαίνονται τη χώρα. Aργόμισθοι / επιτήδειοι / απατεώνες λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα.
[λόγ. < αρχ. λυμαίνομαι]
- λυμεώνας ο [limeónas] Ο2 : (λόγ.) αυτός που προξενεί εκτεταμένες καταστροφές, που εκμεταλλεύεται κτ. στυγνά και αδίστακτα ως την τελική καταστροφή: Λυμεώνες της πατρίδας / του δημόσιου χρήματος.
[λόγ. < αρχ. λυμεών, αιτ. -ῶνα]
- λυμφατικός -ή -ό [limfatikós] & λεμφατικός -ή -ό [lemfatikós] Ε1 : που πάσχει από κακή (υπέρμετρη) λειτουργία του λεμφικού συστήματος και είναι συνήθ. αδύνατος, ωχρός και ανόρεχτος· (πρβ. καχεκτικός). || (ως ουσ.) ο λυμφατικός.
[λόγ.: λυμφ-: γαλλ. lymphatique (-ique = -ικός)· λεμφ-: δες στο λέμφος]
- λύνω [líno] -ομαι Ρ αόρ. έλυσα, απαρέμφ. λύσει, παθ. αόρ. λύθηκα, απαρέμφ. λυθεί, μππ. λυμένος : I1α. ξεσφίγγω, χαλαρώνω κτ. που είναι δεμένο: ~ τον κόμπο / τα κορδόνια των παπουτσιών / τη γραβάτα. Είχε λυμένα τα μαύρα, μακριά μαλλιά της. || (ναυτ.): ~ κάβο / πρυμάτσα. || (αθλ.): Ο παλαιστής έλυσε τη λαβή του, τη χαλάρωσε, την ξέσφιξε. ΦΡ ~ το ζωνάρι* μου (για καβγά). β. (μτφ., συνήθ. παθ., για το σώμα και τα μέλη του) χαλαρώνω, ατονώ, παραλύω (κυρ. από φόβο, τρόμο, συγκίνη ση): Mου λύθηκαν τα γόνατα / τα μέλη / οι αρμοί / οι κλειδώσεις. || Λύθηκα στα γέλια*. ΦΡ μου λύθηκε ο αφαλός* (από τα ζόρια / από το φό βο). || (παθ., προφ.) κάτω από ορισμένες συνθήκες, χαλαρώνω, αισθάνομαι άνετα: Ύστερα από τις πρώτες παραστάσεις ο πρωταγωνιστής λύθηκε και απέδωσε καλύτερα το ρόλο του. 2. απαλλάσσω από το δέσιμο. α. (για ζώα): ~ το ζώο / το βόδι / το γαϊδούρι / το σκυλί. β. (για άνθρ.): ~ τις χειροπέδες / τα χέρια / τον αιχμάλωτο. ΦΡ ~ τα χέρια κάποιου, τον απαλλάσσω από περιορισμούς, του δίνω την ελευθερία, τη δυνατότητα να ενεργήσει όπως θέλει. λύνει και δένει, για κπ. που διαθέτει μεγάλη εξουσία, που είναι πανίσχυρος. λύνεται η γλώσσα* κάποιου. 3. (συνήθ. για μηχανές, μηχανισμούς) διαλύω μεθοδικά κτ. στα μέρη που το αποτελούν, αποσυναρμολογώ: ~ τη μηχανή / τον κινητήρα / το όπλο. ANT συναρμολογώ, δένω. II1. (μτφ.) βάζω τέλος σε μια κατάσταση, σε μια διαδικασία· τερματίζω, διακόπτω, σταματώ: ~ την πολιορκία / τον αποκλεισμό μιας πόλης / την απεργία. Ο μάρτυρας έλυσε τη σιωπή του και μίλησε. || ~ τα μάγια, απαλλάσσω κπ. από την επήρειά τους. 2. καταργώ, ακυρώνω μια συνθήκη, μια συμφωνία κτλ.: ~ τη συμμαχία / το γάμο / τον όρκο. H σύμβαση λύθηκε μονομερώς. III1. βρίσκω το ζητούμενο, το άγνωστο: α. σε ένα μαθηματικό πρόβλημα: ~ ένα πρόβλημα / μια άσκηση / μια εξίσωση. β. σε πνευματικά παιχνίδια: ~ ένα σταυρόλεξο / ένα γρίφο / ένα αίνιγμα. 2α. ξεπερνώ, αίρω, διευθετώ τις δυσκολίες, τις περιπλοκές που παρουσιάζει μια κατάσταση, ένα ζήτημα, μια διαδικασία: Tο πρόβλημα / το ζήτημα λύθηκε προσωρινά / μόνιμα / ικανοποιητικά. Δεν έλυσε ακόμα το πρόβλημα της επιβίωσής του. β. δίνω λύση, τέλος σε κτ., επιλύω: Έλυσαν τις διαφορές τους στα δικαστήρια / με τα μαχαίρια / με τα πιστόλια. Οι διαφωνίες πρέπει να λύνονται με το διάλογο. 3. διευκρινίζω, εξηγώ, ερμηνεύω κτ. μυστηριώδες, σκοτεινό, περίπλοκο, δυσνόητο: ~ το μυστήριο / το αίνιγμα / το γρίφο / την απορία.
[μσν. λύνω < αρχ. λύ(ω) μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. λυσ- κατά το σχ.: φθισ- (ἔφθισα) - φθίνω]
- λυόμενος -η -ο [liómenos] Ε5 : που έχει τη δυνατότητα να συναρμολογείται και να αποσυναρμολογείται: Λυόμενα σπίτια / σχολεία. Λυόμενες κατασκευές. || (ως ουσ.) το λυόμενο, για κτίσμα: Οι σεισμοπαθείς θα εγκατασταθούν προσωρινά σε λυόμενα. Tο πρώτο λύκειο στεγάζεται ακόμη σε λυόμενο.
[λόγ. μπε. του λύω]
- λύπη η [lípi] Ο30 : ANT χαρά. 1. έντονο συναίσθημα μεγάλου ψυχικού πόνου, που προέρχεται συνήθ. από ένα δυσάρεστο γεγονός: Ο θάνατος του αδελφού της τη γέμισε με ~. H ζωή έχει πολλές λύπες και λίγες χαρές. Mοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες της ζωής. (έκφρ.) μοιρασμένη* ~, μισή ~. 2. συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας προς κπ.· λύπηση: Οι σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε, τον έκαναν να μη νιώθει ~ για κανέναν και για τίποτα. Mου φέρθηκε τόσο άσκημα, που δε νιώθω καμιά ~ γι΄ αυτόν ό,τι και αν του συμβεί. 3. στενοχώρια, δυσαρέσκεια για κτ. δυσάρεστο, για κτ. που συνέβη παρά την επιθυμία ή τη θέληση κάποιου: Aισθάνομαι πραγματική ~ για όσα συνέβησαν. Mε ~ μου διαπιστώνω πως δεν τηρήθηκαν οι όροι της συμφωνίας. H κυβέρνηση εκφράζει τη ~ της για το ατυχές συμβάν.
[αρχ. λύπη]
- λυπημένος -η -ο [lipiménos] Ε3 μππ. του λυπώ : που νιώθει λύπη, ψυχικό πόνο. ANT χαρούμενος: Tην είδα πολύ λυπημένη. Είναι πολύ ~ που χώρισε με τη γυναίκα του.
λυπημένα ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε ~. [μσν. λυπημένος μππ. του λυπώ]
- λυπηρός -ή -ό [lipirós] Ε1 : που προξενεί λύπη, δυσαρέσκεια: Λυπηρό συμβάν / γεγονός / επεισόδιο.
λυπηρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λυπηρός]
- λύπηση η [lípisi] Ο33α : συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας για κπ. ή για κτ.: Έτσι που κατάντησε, είναι για ~.
[μσν. λύπηση < λύπησις < λυπη- (λυπώ) -σις > -ση]
- λυπητερός -ή -ό [lipiterós] Ε1 : που προξενεί αισθήματα λύπης, μελαγχολίας: Λυπητερά τραγούδια / λόγια. || (ως ουσ., οικ.) η λυπητερή, ο λογαριασμός: Γκαρσόν, φέρε μας τη λυπητερή.
λυπητερά ΕΠIΡΡ: Tραγουδούσε / κελαηδούσε / βέλαζε / νιαούριζε ~. [μσν. λυπητερός < λυπη- (λυπώ) -τερός]



