Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογιστική η [lojistikí] Ο29 : I1. κλάδος της οικονομικής επιστήμης που ασχολείται με την καταγραφή και με τον έλεγχο των συναλλαγών και των περιουσιακών στοιχείων δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης ή άλλου οργανισμού: Γνώσεις / στοιχεία / μαθήματα λογιστικής. 2. το σύνολο των εργασιών που γίνονται σύμφωνα με τους κανόνες της λογιστικής: ~ επιχειρήσεων. Εμπορική / βιομηχανική / αγροτική / ναυτιλιακή / τραπεζική ~. Kρατική / δημόσια ~, που αφορά τις οικονομικές πράξεις του κράτους. Εθνική / κοινωνική ~, που αφορά τη συνολική οικονομική δραστηριότητα στα πλαίσια ενός κράτους. II. κλάδος της λογικής επιστήμης που αναλύει σε βάθος τους τυπικούς λογικούς νόμους.
[λόγ.: I: αρχ. λογιστική `πρακτική αριθμητική΄ σημδ. γαλλ. comptabilité· ΙΙ: γαλλ. logistique < αρχ. λογιστ(ής) -ique = -ική, θηλ. του -ικός]
- λογιστικός -ή -ό [lojistikós] Ε1 : 1. που σχετίζεται με τη λογιστική ως κλάδο της οικονομικής επιστήμης: Λογιστικές θεωρίες. Λογιστικά μαθήματα. || (ως ουσ.) τα λογιστικά*, η λογιστική*. 2. που σχετίζεται με τη λογιστική ως σύνολο εργασιών: ~ έλεγχος. Λογιστική κατάσταση επιχείρησης. Λογιστικά βιβλία, βιβλία που τηρούνται από κάθε οικονομική μονάδα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των συναλλαγών και των περιουσιακών της στοιχείων. 3. κατάλληλος, ικανός για υπολογισμούς: Λογιστική μηχανή. Λογιστικοί πίνακες. || (ως ουσ.) το λογιστικό, η λογιστικήI2: Δημόσιο λογιστικό, το σύνολο των νομοθετικών και εκτελεστικών διατάξεων που διέπουν τη διαχείριση του δημόσιου πλούτου και η αντίστοιχη κρατική υπηρεσία.
λογιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λογιστικός `έμπειρος στους υπολογισμούς΄ & κατά τις σημ. των λ. λογιστής, λογιστική]



