Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Λιβανωτος
1 item total
λιβανωτός ο [livanotós] Ο17 & λιβανωτό το [livanotó] Ο38 : ρητινώδης αρωματική ουσία, το λιβάνι. ΦΡ καίω λιβανωτό σε κπ., τον εγκωμιάζω υπερβολικά, τον κολακεύω.

[λόγ. < αρχ. λιβανωτός· αρχ. λιβανωτός μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go