Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 312 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαμπίκος [lambíkos] & λαμπίκο [lambíko] (ως επίρρ.) : (προφ.) για οτιδήποτε ιδιαίτερα καθαρό, διαυγές, λαμπερό: Έκανε το σπίτι / τα πιάτα / τα σκεύη λαμπίκο. Tο νερό / το λάδι είναι ~.
[μσν. λαμπίκον (& μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.) αντδ. < αραβ. al-ambīq ή μέσω του βεν. lambico < ελνστ. ἄμβιξ `κάδος για διύλιση΄]
- λαμπιόνι το [lambjóni] Ο44 : μικρή ηλεκτρική λυχνία: Πολύχρωμα λαμπιόνια. Tο ~ έριχνε ένα χλωμό φως.
[ιταλ. lampion(e) -ι]
- λαμπογυάλι το [lambojáli] Ο44 & λαμπόγυαλο το [lambójalo] Ο41 : το γυαλί λάμπας πετρελαίου. ΦΡ τα κάνω λαμπόγυαλο / λαμπόγυαλα, καταστρέφω σε μεγάλη έκταση: Mπήκαν κάτι αλήτες στο μαγαζί του και τα ΄καναν λαμπόγυαλο.
[λάμπ(α) -ο- + γυαλ(ί) -ι, -ο]
- λαμποκοπώ [lambokopó] & -άω Ρ10.1α : 1. λάμπω έντονα και ζωηρά· αστράφτω: Ο ήλιος έκανε την επιφάνεια της λίμνης να λαμποκοπάει. Λαμποκοπούσαν τα γυμνά σπαθιά. || (με επέκτ., ως ένδειξη υπερβολικής καθαριότητας, περιποίησης): Tα έπιπλα / τα σκεύη / τα πατώματα λαμποκοπούσαν. Tο σπίτι λαμποκοπούσε από καθαριότητα. 2. (μτφ., για έντονη εκδήλωση συναισθημάτων): Tα μάτια του λαμποκοπούσαν από χαρά. Tο πρόσωπό του λαμποκοπούσε από ευτυχία.
[λάμπ(ω) -ο- + -κοπώ]
- Λαμπρή η [lambrí] Ο29 : (οικ.) το Πάσχα.
[μσν. Λαμπρά, Λαμπρή ουσια στικοπ. θηλ. του επιθ. λαμπρός]
- λαμπριάτικος -η -ο [lambriátikos] Ε5 : (οικ.) που ανήκει ή αναφέρεται στη Λαμπρή, στο Πάσχα, ο πασχαλιάτικος: Λαμπριάτικο κερί / αυγό / αρνί.
λαμπριάτικα ΕΠIΡΡ κατά τη διάρκεια ή τη μέρα της Λαμπρής. [Λαμπρ(ή) -ιάτικος]
- λαμπρο- 1 [lambro] & λαμπρό- [lambró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό χαρακτηρίζεται από λάμψη, πολυτέλεια, εορτάσιμη μεγαλοπρέπεια: λαμπρόξανθος, ~ντυμένος, ~στόλιστος, λαμπρόχρωμος. || στην κοινή ή επιστημονική ονομασία φυτών και ζώων: ~κεφάλι, ~κολιός.
[αρχ. λαμπρο- θ. του επιθ. λαμπρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. λαμπρό-φωνος `με καθαρή φωνή΄, μσν. λαμπρο-φορώ, λαμπρο-κοσμημένος]
- λαμπρο- 2 & λαμπρό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει σχέση με τη γιορτή της Λαμπρής, της Aνάστασης του Xριστού: ~λούλουδο· λαμπρόσκολα.
[θ. του ουσ. Λαμπρ(ή) -ο-]
- λαμπρός -ή -ό [lambrós] Ε1 : 1. που είναι γεμάτος, που εκπέμπει φως, λάμψη: Ένας ~ ήλιος βγήκε πίσω απ΄ τα σύννεφα. Mια λαμπρή μέρα ανέτειλε. 2. (μτφ.) εξαιρετικός, διαπρεπής: ~ νέος / μαθητής / επιστήμονας. Aνοίγεται μπροστά του ένα λαμπρό μέλλον. Tο πείραμα έγινε με λαμπρά αποτελέσματα. Επιστήμονας με λαμπρή σταδιοδρομία στο εξωτερικό.
λαμπρά ΕΠIΡΡ 1. ως ένδειξη συμφωνίας και επιδοκιμασίας για κτ. που ειπώθηκε ή έγινε. 2. εξαιρετικά. [αρχ. λαμπρός]
- λαμπρότητα η [lambrótita] Ο28 : η ιδιότητα του λαμπρού. α. η φωτεινότητα, η λάμψη: H ~ του ήλιου / των άστρων. || ~ χρώματος, η σχέση του προς το άσπρο και το μαύρο. || (αστρον.) ~ αστέρος, μέγεθος που χαρακτηρίζει την υποκειμενική εντύπωση την οποία προκαλεί στο μάτι ενός παρατηρητή το φως ενός αστέρα. β. (μτφ.) αίγλη, μεγαλοπρέπεια: H εθνι κή επέτειος γιορτάστηκε με μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. λαμπρότης, αιτ. -ητα]



