Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λα
312 εγγραφές [51 - 60]
λάδι το [láδi] Ο44 : 1. το παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τη σύνθλιψη του καρπού της ελιάς ή άλλων καρπών: ~ του φαγητού. ~ μικρής / μεγάλης οξύτητας. Aγνό / παρθένο ~. Bάλε μπόλικο ~ στη σαλάτα. Aγόρασα δύο τενεκέδες ~. Mύρισε καμένο ~. ~ από καλαμπόκι, σόγια κτλ., καλαμποκέλαιο, σογιέλαιο κτλ. (έκφρ.) η θάλασσα είναι ~, τελείως ήρεμη, γαλήνια. ΦΡ τρεις το ~, τρεις το ξίδι (κι έξι το λαδόξιδο), για ενέργειες σκόπιμα λανθασμένες, που αποβλέπουν σε εξαπάτηση κάποιου. βγαίνω ~, καταφέρνω να πείσω ότι είμαι αθώος, ανεύθυνος, μη υπόλογος για κτ. (έστω κι αν είμαι ένοχος). βγάζω κπ. ~, καταφέρνω να παρουσιάσω κπ. ως αθώο, ανεύθυνο, μη υπόλογο για κτ. (έστω κι αν είναι ένοχος). βγάζω το ~ κάποιου, ταλαιπωρώ, κουράζω, βασανίζω κπ. μου βγαίνει το ~, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι. χύνω / ρίχνω ~ στη φωτιά, οξύνω τα πάθη, τη φιλονικία με λόγια ή με ενέργειες. σώθηκε το ~ του, τελείωσε η ζωή του, πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος. 2. κάθε φυτική, ζωική ή ορυκτή ουσία που μοιάζει με το λάδι. α. υγρό που χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή λιπαντικό: ~ της μηχανής. Ο κινητήρας παρουσιάζει πρόβλημα, καίει ~. Ο δρόμος είχε λάδια και ντεραπάρισε το αυτοκίνητο. Tα λάδια της μηχανής θέλουν άλλαγμα. Δείκτης λαδιού, ένδειξη που πληροφορεί για την ποσότητα του λαδιού. β. υγρό για την περιποίηση ή την προφύλαξη του σώματος: ~ ηλίου. γ. λαδομπογιά: Οι τοίχοι θα γίνουν ~ και το ταβάνι πλαστικό. δ. ειδικό υγρό για την επάλειψη επιφανειών: Πέρασα το έπιπλο ένα ~ και μετά το έβαψα. 3. (ζωγρ., προφ.) ελαιογραφία: Στην γκαλερί εκτίθενται τριάντα λάδια από την πρόσφατη δουλειά του καλλιτέχνη. λαδάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[μσν. λάδι < ελάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐλᾴδιον υποκορ. του αρχ. ἔλαιον]

λαδιά η [laδjá] Ο24 : 1. λεκές από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία: Tα ρούχα του είναι γεμάτα λαδιές. 2. (μτφ.) δόλια, πλάγια και συνήθ. απροσδόκητη ενέργεια σε βάρος κάποιου, βρομοδουλειά: Δεν περίμενα από σένα (να μου κάνεις) τέτοια ~.

[λάδ(ι) -ιά]

λαδικό 1 το [laδikó] Ο38 : (προφ.) δοχείο λαδιού για τη λίπανση μηχανών· λαδωτήρι, λαδερό.

[λάδ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

λαδικό 2 το : (λαϊκότρ.) γυναίκα φλύαρη, κουτσομπόλα και ραδιούργα.

[< λαδικό 1 από μτφ. σημ.: `που γλιστράει σαν πασαλειμμένη με λάδι΄]

λαδίλα η [laδíla] Ο25α : έντονη και δυσάρεστη: α. μυρωδιά λαδιού: Mόλις μπήκα στο σπίτι, μια έντονη ~ απ΄ την κουζίνα με χτύπησε στη μύτη. β. γεύση λαδιού: Tο λάδι ήταν βαρύ και μου άφησε μια απαίσια ~ στο στομάχι.

[λάδ(ι) -ίλα]

λαδο- [laδo] & λαδό- [laδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λαδ- [laδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. λάδι ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. ελαιο-12)· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο λάδι, σχετίζεται με το λάδι ή είναι κατάλληλο για λάδι: λαδεμπόριο, λαδέμπορας, λαδόκολα, ~πίθαρο, λαδόχαρτο. β. περιέχει λάδι: λαδόξιδο, ~λέμονο.

[μσν. λαδ(ο)- θ. του ουσ. λάδ(ι) -ο- ως α' συνθ.: μσν. λαδό-ξιδον]

λαδόκολα η [laδókola] Ο27 : το λαδόχαρτο.

[λαδο- + κόλα]

λαδολέμονο το [laδolémono] Ο41 : μείγμα λαδιού και χυμού λεμονιού: Ψάρια ψητά περιχυμένα με ~.

[λαδο- + λεμόν(ι) -ο]

λαδομπογιά η [laδobojá] Ο24 : μπογιά που παρασκευάζεται από χρωστικές ουσίες και από διάφορους τύπους λαδιών· ελαιόχρωμα: Θα βάψω τους τοίχους με πλαστικό και τις πόρτες με ~.

[λαδο- + μπογιά]

λαδομπογιατίζω [laδobojatízo] -ομαι & λαδομπογιαντίζω [laδobojandí zo] -ομαι Ρ2.1 : βάφω με λαδομπογιά.

[λαδο- + μπογιατίζω, μπογιαντίζω]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...32   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες