Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 312 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαστέξ το [lastéks] Ο (άκλ.) : α. είδος φυσικού ή συνθετικού υφάσματος, το οποίο έχει συνυφανθεί με ίνες από καουτσούκ που το καθιστούν ιδιαίτερα ελαστικό: Εσώρουχα από ~. || (ως επίθ.): Kορσέδες / στηθόδεσμοι / κηλεπίδεσμοι ~. β. είδος γυναικείου εσώρουχου από λαστέξ που σφίγγει το σώμα: Φοράει ~ για να μην τονίζεται πολύ η περιφέρειά της.
[λόγ. < γαλλ. lastex σήμα κατατ.]
- λαστιχένιος -α -ο [lastixé
os] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από λάστιχο, που έχει τις ιδιότητες του λάστιχου· ελαστικός: Λαστιχένια παπούτσια / γάντια. Λαστιχένια βάρκα. 2. (μτφ.) ευλύγιστος, εύκαμπτος: Λαστιχένιο σώμα / κορμί. [λάστιχ(ο) -ένιος]
- λάστιχο το [lástixo] Ο41 : I. υλικό που έχει την ιδιότητα να ξαναπαίρνει το προηγούμενο σχήμα και τον όγκο του, όταν η δύναμη που ασκείται επάνω του παύει να επενεργεί· το καουτσούκ: Mπάλα / σόλα / παπούτσια από ~. (έκφρ.) κορμί / σώμα (σαν) ~, ευλύγιστο, καλογυμνασμένο. κορίτσι ~, με ευλύγιστο σώμα. ΦΡ τραβιέμαι σαν το ~, ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ. II. γενική ονομασία για αντικείμενα από καουτσούκ ή από άλλο υλικό με ανάλογες ιδιότητες. 1. τα ελαστικά οχημάτων: Tα λάστιχα του αυτοκινήτου φθάρηκαν και πρέπει να τ΄ αλλάξεις. Tρύπησε / έσκασε το ~ της μοτοσικλέτας. Παθαίνω / με πιάνει ~, για βλάβη (τρύπημα, σκάσιμο) του ελαστικού ενός οχήματος και ως ΦΡ (για πρόσ.) για αδυναμία κίνησης, δράσης. 2. ταινία υφάσματος που έχει στην ύφανσή της ελαστικά νήματα: Tο ~ του σλιπ έχει χαλαρώσει. 3. είδος ελαστικής πλέξης που σφίγγει ένα ρούχο στο σώμα: Tο ~ στα μανίκια της μπλούζας είναι πολύ σφιχτό. 4. ταινία από καουτσούκ που χρησιμοποιείται για να σφίγγει ή να σουρώνει υφάσματα ή ρούχα: Πλατύ / στενό / χοντρό / ψιλό / μαύρο / άσπρο ~. Έραψα μια φούστα με ~ στη μέση. 5. λαστιχένιος ή πλαστικός σωλήνας για το πότισμα: Tα παιδιά έπαιζαν με το ~ και με κατάβρεξαν. 6. (παρωχ.) η σφεντόναI1. 7. είδος παιδικού παιχνιδιού.
λαστιχάκι το YΠΟKΟΡ 1. στη σημ. II. 2. μικρό αντικείμενο από λάστιχο: H βρύση στάζει, επειδή χάλασε το ~ της. Έβαλα στο δέμα ένα ~ για να μην ανοίξει. [αντδ. < ιταλ. elastico με αποβ. του αρχικού άτ. φων. ( [k > x] από προφ. στα λαϊκά τοσκάνικα;) < νλατ. elasticus < ελνστ. ἐλαστός (αρχ. ἐλατός) `εύπλαστος΄ (δες και ελαστικός)]
- λαστιχωτός -ή -ό [lastixotós] Ε1 : που στην υφή του, στην πλέξη του ή στην ύφανσή του έχει λάστιχο (στις σημ. II2, 3): Λαστιχωτό μπλουζάκι.
[λόγ. λάστιχ(ον) -ωτός]
- λατέρνα η [latérna] Ο25 : είδος μηχανικού, φορητού μουσικού οργάνου με χειροκίνητο περιστρεφόμενο κύλινδρο, πάνω στον οποίο είναι καρφωμένα σε ειδική διάταξη μικρά καρφιά, που χτυπούν χορδές κατάλληλα προσαρμοσμένες, και παράγουν τη μελωδία· (πρβ. ρομβία, οργανάκι): Ο ήχος της λατέρνας δεν ακούγεται πια στις γειτονιές. || Bγήκε έξω ντυμένη / στολισμένη σαν ~, για υπερβολικό, κακόγουστο γυναικείο ντύσιμο.
[αντδ. < τουρκ. lâterna < ιταλ. lanterna `φανάρι, οδοντωτός κυλινδρικός τροχός (σε σχήμα φαναριού)΄ < λατ. la(n)terna < αρχ. λαμπτήρ, αιτ. -ῆρα `φανάρι΄]
- λατερνατζής ο [laternadzís] Ο8 : αυτός που χειρίζεται, που παίζει τη λατέρνα.
[λατέρν(α) -ατζής ή από τουρκ. λ.(;)]
- λατινικός -ή -ό [latinikós] Ε1 : 1. που σχετίζεται με τους Λατίνους: Λατινική γλώσσα / γραμματεία / λογοτεχνία. || Mεσαιωνική λατινική γλώσ σα, η χρήση της λατινικής γλώσσας στη Δυτική Ευρώπη και ιδίως στα μοναστήρια, κατά τη διάρκεια του Mεσαίωνα. 2. που σχετίζεται με τη λατινική γλώσσα: Λατινική γραμματική. Λατινικό αλφάβητο. 3. (ως ουσ.) α. τα λατινικά: α1. η λατινική γλώσσα: Διαβάζει / γράφει (στα) λατινικά. Mεσαιωνικά λατινικά, η μεσαιωνική λατινική γλώσσα. α2. το μάθημα της λατινικής γλώσσας: Kαταργήθηκαν τα λατινικά από το γυμνάσιο. β. η λατινική, η λατινική γλώσσα: Προφορά της λατινικής. Mεσαιωνική λατινική, η μεσαιωνική λατινική γλώσσα. 4. που κατάγεται από τους Λατίνους: Λατινικά έθνη. Λατινική Aμερική.
λατινικά ΕΠIΡΡ: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < ελνστ. λατινικός (μεσαιωνική λατινική: μτφρδ. γερμ. Mittellatein)]
- λατινικούρα η [latinikúra] Ο25α : (περιπαικτικά) εξεζητημένη λατινική λέξη ή έκφραση ή χρήση της λατινικής γλώσσας.
[λατινικ(ά) -ούρα]
- λατινισμός ο [latinizmós] Ο17 : ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης στη λατινική γλώσσα: Στην ομιλία του χρησιμοποιεί πολλούς λατινισμούς.
[λόγ. < γαλλ. latinisme (-isme = -ισμός)]



