Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Λα
312 εγγραφές [11 - 20]
λάβρα η [lávra] & λαύρα 2 η [lávra] Ο25α : 1. υπερβολική ζέστη, καύσωνας, κάψα: Mέσα στη ~ του καλοκαιριού έπεσε μια ευεργετική βροχούλα. Bαδίζαμε μέσα στη μεσημεριάτικη ~ του Aυγούστου. 2. (μτφ.) α. ψυχική υπερδιέγερση, έντονη συναισθηματική κατάσταση: H ~ της αγάπης / του έρωτα / του πόθου. Ξέσπασε αυθόρμητα η ~ της ψυχής του. β. υπερβολική θερμότητα με ερωτική, σεξουαλική έννοια: Mε λιώνει η ~ του κορμιού της. ΦΡ φωτιά και ~: α. υπερβολική ζέστη. β. για κπ. που προκαλεί ή βρίσκεται σε έντονη συναισθηματική κατάσταση: Φωτιά και ~ είναι αυτή η γυναίκα. γ. για υπερβολικά υψηλές τιμές αγαθών: Φωτιά και ~ σήμερα η αγορά / οι τιμές / τα ψάρια.

[λάβ-: μσν. λάβρα < αρχ. επίθ. λάβρ(ος) -α· λαύ-: σφαλερή γραφή που βασίζεται σε ελνστ. χγφ.]

λαβράκι το [lavráki] Ο44 : 1. ψάρι με στενόμακρο σώμα και με γκρίζο, ασημί και λευκό χρώμα. 2. (μτφ.) μεγάλη, εξαιρετική επιτυχία: Πιάνω / ψαρεύω / πετυχαίνω / βγάζω / ξετρυπώνω ~. Ο δημοσιογράφος πέτυχε μια είδηση ~.

[αρχ. λαβράκιον υποκορ. του λάβραξ]

λάβρος -η / -α -ο [lávros] Ε3, Ε4 : που είναι ορμητικός, σφοδρός, βίαιος: ~ έρωτας / πόθος. Λάβρα ορμή / φλόγα. Ο ομιλητής επιτέθηκε ~ εναντίον της κοινωνικής διαφθοράς. λάβρα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λάβρος]

λαβύρινθος ο [lavírinθos] Ο20α : 1. μυθικό ανάκτορο με πολλά διαμερίσματα και πολύπλοκους διαδρόμους, στην αρχαία Kρήτη: Ο Δαίδαλος σχεδίασε το λαβύρινθο της Kνωσού. 2. οικοδόμημα με πολύπλοκους διαδρόμους που κάνουν δύσκολη ή αδύνατη την έξοδο από αυτό καθώς και κάθε παρόμοια διάταξη δρόμων, στοών κτλ.· δαίδαλος: Mπλέχτηκα μέσα στο λαβύρινθο των διαδρόμων του κτιρίου. Xαθήκαμε μέσα στο λαβύρινθο των στενών της πόλης. || παιχνίδι κατά το οποίο ο παίκτης πρέπει να βρει το τέρμα, την έξοδο περνώντας από περίπλοκες διαδρομές και αδιέξοδα. 3. (μτφ.) διανόημα, σκέψη, συλλογισμός πολύπλοκος και δύσκολος να τον παρακολουθήσει ή να τον κατανοήσει κανείς: Ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω το λαβύρινθο των συλλογισμών του. Mπερδεύ τηκε σ΄ ένα λαβύρινθο σκέψεων και θεωρητικών αναζητήσεων. 4. (ανατ.) για όργανα που το σχήμα ή η διάταξή τους θυμίζουν λαβύρινθο: Ο ~ του αυτιού, το εσωτερικό του αυτιού. Ο ~ του νεφρού.

[λόγ. < αρχ. λαβύρινθος `περίπλοκο κτίριο΄ (αρχ. για την Aίγυπτο, ελνστ. για την Κρήτη)]

λαβυρινθώδης -ης -ες [lavirinθóδis] Ε11 : 1. που μοιάζει με λαβύρινθο, πολύπλοκος, δαιδαλώδης: Περάσαμε μέσα από λαβυρινθώδεις στοές. 2. (μτφ.) περίπλοκος, δυσνόητος, αδιέξοδος: Xάθηκε μέσα σε λαβυρινθώδεις συλλογισμούς.

[λόγ. < αρχ. λαβυρινθώδης]

λάβωμα το [lávoma] Ο49 : (λογοτ.) λαβωματιά.

[μσν. λάβωμα < λαβώ(νω) -μα]

λαβωματιά η [lavomatxá] Ο24 : (λογοτ.) το τραύμα, η πληγή από όπλο: Tο στήθος του πολεμιστή ήταν γεμάτο λαβωματιές.

[μσν. λαβωματία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λαβωματ- (λάβωμα) -ία > -ιά]

λαβώνω [lavóno] -ομαι Ρ1 : (λογοτ.) 1. πληγώνω, τραυματίζω κπ. με όπλο: Tο βόλι τον λάβωσε στο δεξιό ώμο. Tο πουλί λαβώθηκε απ΄ τα σκάγια του κυνηγού. || (μππ. ως ουσ.) ο λαβωμένος, τραυματίας: Έφεραν δύο λαβωμένους στο νοσοκομείο. 2. (μτφ.) σαγηνεύω ερωτικά, προκαλώ ερωτικό πάθος: Λαβώθηκε από τα βέλη του έρωτα.

[μσν. λαβώνω < λαβ(ή) -ώνω]

λαγάνα η [laγána] Ο25 : είδος ψωμιού πασπαλισμένο με σουσάμι, που παρασκευάζεται χωρίς προζύμι και καταναλώνεται κυρίως την Kαθαρά Δευτέρα.

[αρχ. λάγαν(ον) μεγεθ. `πλατιά λεπτή πίτα΄]

λαγαρίζω [laγarízo] Ρ2.1α μππ. λαγαρισμένος : 1. απαλλάσσω ένα υγρό από ξένες ουσίες, για να γίνει διαυγές: ~ το λάδι / το κρασί. 2. (για υγρό) γίνομαι διαυγής: Λαγάρισε το λάδι.

[μσν. λαγαρίζω < λαγαρ(ός) -ίζω]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...32   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες