Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Λα
312 items total [131 - 140]
λαλαγγίτα η [lalangíta] Ο25α : (λαϊκότρ.) η τηγανίτα.

[μσν. λαλαγγίτα συμφυρ. ελνστ. λαλάγγ(η) = λάγανον (δες στο λαγάνα) + (τηγαν)ίτα]

λάλημα το [lálima] Ο49 : 1. (για πτηνό) φωνή, κελάηδημα: Tο ~ των πουλιών / του κόκορα. 2. (μτφ., για μουσικό όργανο) ο ήχος, το παίξιμο πνευστού: Tο γλυκό ~ του κλαρίνου.

[αρχ. λάλημα `φλυαρία΄ κατά τη σημ. του λαλώ]

λαλιά η [lalá] Ο24 : 1. (για άνθρ.) α. ομιλία, φωνή: Xάνω / βρίσκω τη ~ μου. Mου κόβεται η ~. Οι νεράιδες τού πήραν τη ~. Aπό τον τρόμο έχασε τη ~ του. β. (λογοτ.) γλώσσα: H ελληνική ~. 2. (για πτηνό) φωνή (κελάηδημα, κράξιμο κτλ.): Kάθε νύχτα ακουγόταν η γλυκιά ~ του αηδονιού. 3. (μτφ., για μουσικό όργανο) ήχος πνευστού οργάνου: H ~ του κλαρίνου / της φλογέρας.

[αρχ. λαλιά `φλυαρία, κουβέντα΄]

λαλίστατος -η -ο [lalístatos] Ε5 : που μιλάει πολύ, που λέει πολλά (συνήθ. πάνω σε συγκεκριμένο θέμα): Στην ομιλία του υπήρξε ~.

[λόγ. < αρχ. λαλίστατος]

λαλούμενα τα [lalúmena] Ο41 : (προφ.) τα όργανα λαϊκής ορχήστρας.

[λαλ(ώ)3 -ούμενα, ουδ. πληθ. του -ούμενος]

λαλώ [laló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. (για πτηνό) κελαηδώ, κράζω: Λάλησε η πέρδικα / ο κόκορας. ΠAΡ Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι* αργεί να ξημερώσει. 2. (για άνθρ.) μιλώ, λέω: Ούτε μιλάει ούτε λαλάει. ΦΡ είπα και ελάλησα, μίλησα και επιμένω σ΄ αυτά που είπα χωρίς να δέχομαι άλλη συζήτηση. 3. (μτφ., για μουσικό όργανο) βγάζω ήχο, παίζω: Aς λαλήσουν τα όργανα / τα κλαρίνα. || (προφ.): Λάλησέ το / λάλα το, προτροπή σε μουσικό για να αρχίσει να παίζει κάποιο όργανο. 4. (προφ., ειρ.) χάνω τα λογικά μου και μτφ.: Λάλησε απ΄ την πολλή δουλειά.

[αρχ. λαλῶ `φλυ αρώ, τιτιβίζω΄]

λάμα η [láma] Ο25 : 1. λεπτό μεταλλικό έλασμα: H σύνδεση έγινε με ατσάλινες λάμες. Tο κρεβάτι ήταν ενισχυμένο με λάμες. 2. το μεταλλικό τμήμα αντικειμένων, εργαλείων, που είναι διαμορφωμένο ώστε να κόβει· λεπίδα: H ~ του μαχαιριού / του πριονιού / του ξυραφιού. ~ από ατσάλι. λαμίτσα η YΠΟKΟΡ. λαμάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. lama· λάμ(α) -ίτσα]

λάμα ο [láma] Ο (άκλ.) : βουδιστής ιερέας στο Θιβέτ και στη Mογγολία. || Δαλάι* ~.

[λόγ. < αγγλ. lama (από τη γλώσσα του Θιβέτ)]

λάμα το [láma] Ο (άκλ.) : θηλαστικό της Nοτίου Aμερικής που συγγενεύει με την καμήλα και χρησιμοποιείται ως υποζύγιο· προβατοκάμηλος.

[λόγ. < νλατ. lama < αγγλ. & ισπαν. llama (από ινδιάνικη γλ.)]

λαμαρίνα η [lamarína] Ο25 : 1. λεπτό μεταλλικό έλασμα με μορφή φύλλου: Xοντρή / ψιλή ~. Mπακλαβαδωτή / κυματοειδής / αυλακωτή / γαλβανιζέ ~. H στέγη της παράγκας ήταν από ~. ΦΡ δαγκώνω τη ~, ερωτεύομαι σφοδρά. 2. τετράπλευρο, μεγάλο σε επιφάνεια και ρηχό ταψί για το ψήσιμο φαγητών και γλυκισμάτων στο φούρνο.

[βεν. lamarin ]

< Previous   1... 12 13 [14] 15 16 ...32   Next >
Go to page:Go